γυρισα
5:15:00 μ.μ.Τα μοβ σεντόνια έχουν ακόμη το σχήμα των χεριών σου. Έχω ξαπλώσει στην άκρη του κρεβατιού και παρατηρώ τη μεριά σου. Σε εμβρυακή στάση,...
5:15:00 μ.μ.
Τα μοβ σεντόνια έχουν ακόμη το σχήμα των χεριών σου. Έχω ξαπλώσει στην άκρη του κρεβατιού και παρατηρώ τη μεριά σου. Σε εμβρυακή στάση, πλήρως προστατευμένη από την ανάμνησή σου. Προσπαθώ να σχηματίσω το σώμα σου στο πλάι μου. Με το μυαλό μου φτιάχνω αργά τους ώμους σου, μετά την πλάτη σου, σιγά - σιγά νιώθω πως το βάρος σου αποτυπώνεται στο κρεβάτι. Η μορφή σου είναι τόσο αχνή που με πληγώνει. Θυμάμαι πως λείπεις. Θυμάμαι πως μου λείπεις. Συνειδητοποιώ ότι δεν μπορώ να φέρω στο μυαλό μου τα μαλλιά σου... Το χρώμα τους, την υφή τους, τη μυρωδιά τους, καθώς γυρνούσες ενώ κοιμόσουν κι έπεφτες στην αγκαλιά μου . Κλείνω τα μάτια μου. Τα ανοίγω και τα ξανά κλείνω δυνατά. Η μορφή σου χάνεται και σκέφτομαι πώς ούτε πρόλαβα να χαϊδέψω τα μαλλιά σου.
Γύρισα να κοιτώ το παράθυρο. Είναι τόσο μελαγχολικός ο ήλιος σήμερα. Σχεδόν με κάνει να δακρύζω. Ίσως η άδεια σου μεριά, ίσως η απουσία σου, ίσως το μαξιλάρι σου που είναι ευθύ και ολόισιο πια, ίσως όμως να είναι ο ήλιος ο φταίχτης. Ένα περιστέρι έρχεται και κάθεται στο περβάζι. Στον νου μου σηκώνομαι, του ανοίγω διάπλατα το παράθυρο και το ρωτώ για σένα. Πώς είσαι, ποιους δρόμους περπατάς, τι βλέπεις όταν ανοίγεις το παράθυρό σου το πρωί. Τρέμω να το ρωτήσω για τα μάτια σου, τι αντικρίζουν όταν τ' ανοίγεις το πρωι.
Είναι Κυριακή. Σκέφτομαι να μετρήσω πόσες Κυριακές ζήσαμε, πόσες ήταν καλές και πόσες παραδόθηκαν άδοξα σε μία Δευτέρα. Θέλω να σε ρωτήσω πώς είσαι. Θέλω να σου μιλήσω.
Μα πιο πολύ ξέρεις τι θα ήθελα γι' αυτήν την Κυριακή; Να καθίσουμε αντικριστά και μ' ανοιχτό το παράθυρο κι ένα αεράκι να φυσάει να μοιραστούμε έναν καφέ κι ένα τσιγάρο.