εμείς
1:43:00 π.μ.Οι ζωές μας Πήρα το σκαμπό και κάθισα στην κουζίνα. Για την ακρίβεια μπροστά στον φούρνο. Είναι 1:00 το βράδυ και σηκώθηκα από το κρεβάτ...
1:43:00 π.μ.
Οι ζωές μας
Πήρα το σκαμπό και κάθισα στην κουζίνα. Για την ακρίβεια μπροστά στον φούρνο. Είναι 1:00 το βράδυ και σηκώθηκα από το κρεβάτι για να ψήσω κέικ. Έβαλα ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και κάθισα. Πίνω λίγο λίγο το κρασί και κοιτάζω το κέικ που φουσκώνει... και φουσκώνει... και φουσκώνει. Αναρωτιέμαι αν η φόρμα είναι αρκετά μεγάλη, αν το αλεύρι ήταν αρκετό, αν έβαλα πολλή ζάχαρη, αν έβαλα λίγη ζάχαρη. Σκέφτομαι ότι ξέχασα τη βανίλια, και αναρωτιέμαι αν μόνο το κακάο αρκεί για να βγει ωραία η γεύση. Το κρασί είναι τόσο γευστικό, αλλά κάτι λείπει.
Γύρισες από τη δουλειά στις 21.30. Έκανες ένα μπάνιο και έχεις κανονίσει να βγεις για ποτό. Το καυτό νερό σε καίει και εσύ σκέφτεσαι. Βγαίνεις, φοράς την γκρι φόρμα σου, τα μαύρα αθλητικά, το μαύρο φούτερ σου. Βάζεις την κουκούλα και βγαίνεις έξω. Και τρέχεις... και τρέχεις... και τρέχεις. Δε σου φτάνει το πρώτο τετράγωνο, ούτε το τρίτο, ούτε το τέταρτο. Φτάνεις στις γραμμές του τρένου. Σταματάς και παίρνεις βαθιές ανάσες. Άρχισε να βρέχει. Είσαι ήδη πολύ μακριά, συνεχίζεις να τρέχεις.
Τα χθες μας
Γελούσα τόσο δυνατά. Έκανα σχήματα με τα δάχτυλά μου στον αέρα. Σου εδειχνα τα φωτάκια και γελούσα. Μου χαμογελούσες και σε ήθελα περισσότερο. Γελούσα περισσότερο. Πρώτη φορά με κοιτούσες έτσι. Δε μιλήσαμε για μας, μόνο για τα σχήματα που φτιάχνουν τα φώτα. Τεντώθηκα στο κρεβάτι. Γύρισα και κοίταξα την ξύλινη πόρτα. Ξαφνικά κρύωσα. Έψαξα το σεντόνι. Έκλεισα τα μάτια μου. Δεν καταλάβαινα τι ένιωθα, αλλά ξέρω πια ότι πήρα μια ρουφηξιά από το άπειρο.
Έπιασες το τηλέφωνο στα χέρια σου. Ήμουν εγώ, αλλά δεν ήταν "η ώρα". Συνέχισες να πίνεις το ποτό σου. Και μετά το δεύτερο, το τρίτο...
-Οδήγησες;
-Ναι.
-Δεν έπρεπε.
Με φίλησες. Σταμάτησες να σκέφτεσαι. Άρχισες να καταλαβαίνεις. Με κοιτούσες να γελώ, ενώ εσύ γελούσες περισσότερο. Προσπαθούσες να δεις όλα όσα έβλεπα στα πολύχρωμα φωτάκια. Μου υποσχέθηκες ότι θα ταξιδέψουμε παρέα. Κάπνισες ένα τελευταίο τσιγάρο, ενώ είχα ήδη κοιμηθεί. Με αγκάλιασες και έκλεισες τα μάτια σου.
Τα μετά μας
Τρέχω στο πάρκο. Δουλεύω με τις αναπνοές μου. Προσπαθώ να κοντρολάρω τις ανάσες και τις σκέψεις μου. Εκείνο το τραγούδι παίζει στο repeat. Δεν ξέρω πώς να το σταματήσω. Συναντώ τον ίδιο ξανθό νεαρό στο παγκάκι λίγο πριν τη λίμνη να κάνει διατάσεις. Ο κότσος μου έχει πέσει και τα μαλλιά μού καλύπτουν το πρόσωπο. Σταματώ να πάρω ανάσες. Έχασα τον ρυθμό μου. Έχει αρχίσει να βρέχει, ενώ συνειδητοποιώ ότι έχω ήδη φτάσει στον αυτοκινητόδρομο. Προσπαθώ να συγκεντρωθώ στην αναπνοή μου, ενώ αφήνω τα μαλλιά μου ελεύθερα.
Σηκώνεσαι αργά. Ανοίγεις το laptop, ενώ γίνεται ο καφές. Νέο μήνυμα. Γράφεις δέκα λέξεις, σβήνεις τις εννιά. Γράφεις άλλες τόσες και σβήνεις τις μισές. Κλείνεις το καπάκι και σηκώνεσαι να γεμίσεις καφέ την μπλε κούπα με το χτυπημένο χερούλι. Πίνεις δυο γουλιές. Στρίβεις ένα τσιγάρο. Έξω βρέχει και σκέφτεσαι ήδη το ραντεβου των 15.30. Ανοίγεις ξανά το λάπτοπ πιστεύοντας ότι αυτή τη φορά θα τα καταφέρεις. Νέο μήνυμα... Το κινητό σου δονείται στο τραπέζι. Πρέπει να φύγεις. Φοράς το καλό σου παντελόνι, τα μαύρα παπούτσια, το αγαπημένο σου πουκάμισο. Φτιάχνεις τα μαλλιά σου με προσοχή στον καθρέφτη. Πίνεις λίγο καφέ και φεύγεις.
Μέσα σε όλα, κάπου συναντιόμαστε και χανόμαστε ξανά.