μ'ένα τσιγάρο στην Πειραιώς
7:53:00 μ.μ.Περιμένοντας στην Πειραιώς μού είναι δύσκολο να ξεχάσω πόσο τον αγαπώ αυτόν τον δρόμο. Είναι μάλλον που ξεκινάς με θέα την Ακρόπολη. Αν είσ...
Περιμένοντας στην Πειραιώς μού είναι δύσκολο να ξεχάσω πόσο τον αγαπώ αυτόν τον δρόμο. Είναι μάλλον που ξεκινάς με θέα την Ακρόπολη. Αν είσαι τυχερός και το ραντεβού σου είναι εκεί γύρω στις 8 θα νιώσεις ότι κατοικείς στην ομορφότερη πόλη του κόσμου. Είναι και το λιμάνι που ενώνεται με το κέντρο..
Λένε ότι για να έρθει το λεωφορείο που περιμένεις αρκεί να ανάψεις ένα τσιγάρο.
Ανάβω λοιπόν ένα ελπίζοντας ότι ισχύουν καμιά φορά όσα λέγονται.
Απέναντι στο πάρκινκ δύο σκυλιά γαβγίζουν σε μηχανάκια και ΙΧ πάντα κατ'επιλογήν. Κοιτάζω την άνοδο περιμένοντας να βρω το "κατ'επιλογήν" ΙΧ. Είναι αστείο ορισμένες φορές πόσο χαμηλά μπορεί να πέσει ένα υψηλό iq.
Ένας νεαρός με μηχανάκι μού χαμογέλασε περνώντας. Του ανταπέδωσα ψιθυρίζοντας "πρόσεχε, θα πέσεις". Ποιος νοιάστηκε για τα λόγια;
Έχω μαζί μου ένα κουτί με τυροπιτάκια και σε μία χαρτοπετσέτα φύλλα δυόσμου απ'την γλάστρα μας για τα ποτά. Είναι φρέσκος, αλλά η μυρωδιά του μέσα στις τόσες μυρωδιές στο κεφάλι μου χάνεται απαλά σαν να κόπηκε πριν μια βδομάδα.
Νιώθω αφάνταστα τυχερή όταν το shuffle αποφασίζει να μου θυμίσει τις 4 εποχές.
Η Άνοιξη. Πότε την ζήσαμε τελευταία φορά; Και πότε νιώσαμε αυτό το "για πάντα" που ορκίζεται ότι χαρίζει μες την ουτοπία του ένα Καλοκαίρι;
Το τσιγάρο τελειώνει γρήγορα. Ίσως έκανα λάθος στην δοσολογία του καπνού.
Κοιτάζω απέναντι στο κουβούκλιο ενός security. Το τζάμι είναι καθρέφτης, αλλά θα ορκιζόμουν ότι κοιτάζω τον άνθρωπο που είναι μέσα κατευθείαν στα μάτια.
Αναρωτιέμαι πόσο έντονο μπορεί να γίνει το βλέμμα του ενός όταν αμφιβάλλει αν ο άλλος τον κοιτάει πίσω.
Συνειδητοποιώ ότι κάνω μόλις 7 λεπτά να καπνίσω ένα τσιγάρο. Είναι περίεργο να συνειδητοποιείς ότι κάτι τελειώνει πιο γρήγορα απ'ότι περίμενες. Θέλω να πω, ξέρω πως περίεργο είναι και όταν αρχίζει κάτι χωρίς καλα-καλα να το καταλάβεις, απλώς σ'αυτήν την περίπτωση έχεις ολόκληρη συνέχεια να το συνειδητοποιήσεις.
Και είναι που το Φθινόπωρο πάντα το καταλαβαίνεις ότι ξεκινάει. Είναι η βαθιά ανάσα που παίρνεις στην αρχή του, σχεδόν μηχανικά, σαν να στοχεύεις σε βουτιά μεγαλύτερη από τις καλοκαιρινές. Σαν να έχεις σκοπό να κάτσεις στον βυθό σχεδόν αιώνια ή έστω μέχρι να βγάλεις άκρη και να ξεδιαλύνεις τι κρατάς από 'κει κάτω και τι αφήνεις πίσω.
Σταματάω τη μουσική. Το τσιγάρο τελείωσε μα το λεωφορείο δεν φάνηκε ακόμη. Ανοίγω την χαρτοπετσέτα, παίρνω δυο φύλλα δυόσμου και τρίβω τα δάχτυλά μου. Ενώ φέρνω τα χέρια μου στο πρόσωπό μου συνειδητοποιώ πως για δες.. Είναι σαν να μην κάπνισα ποτέ! Ούτε που το κατάλαβα για πότε χάθηκε η μυρωδιά..
ανέφικτα, μωρό μου, πράγματα
11:19:00 μ.μ.Νιώθοντας πως θέλω να σβήσω χίλια τσιγάρα σε χίλια διαφορετικά τασάκια, σε χίλιες διαφορετικές χρονικές στιγμές που θα ενώνονται σε μία κ...
Δεν είναι το εφικτό που με ταλαιπωρεί, είναι το ανέφικτο. Είναι αυτά που θα μπορούσαν να έχουν γίνει και τα παραλείψαμε. Συνήθως κάπως έτσι γίνεται.
Κι ούτε ξέρω κι εγώ τι θα ζητούσα τώρα που νιώθω πως χάσαμε τα πάντα. Γιατί καμιά φορά τα πάντα γίνονται πιο τίποτα από το πιο αχόρταγο τίποτα του κόσμου όλου. Κι αν καμιά φορά αγγιχτούν κατά λάθος στο κρεβάτι τα ακροδάχτυλά μας μεταξύ τους, θα 'ναι λάθος ασυγχώρητο γιατί θα μας παγώνει το κενό περισσότερο κι από το πιο μεγάλο ποτάμι που πέφτει στα νερά που κολυμπήσαμε φέτος το καλοκαίρι το βράδυ μιας Τετάρτης.
Costa Magica
9:50:00 μ.μ.Φεύγει το Costa Magica ! Και τι σε νοιάζει; Δεν με νοιάζει. Δηλαδή δεν ξέρω.. ίσως και να με νοιάζει. Αλλά και να με νοιάζει εσένα τι σ...
Και τι σε νοιάζει; Δεν με νοιάζει. Δηλαδή δεν ξέρω.. ίσως και να με νοιάζει. Αλλά και να με νοιάζει εσένα τι σε νοιάζει αν με νοιάζει ή όχι; Όπως και να χει δεν έχει να κάνει με σένα. Ή μήπως έχει; Όχι δεν έχει. Είναι κάτι διαφορετικό. Κάτι διαφορετικό και ανεξάρτητο. Το ρυμουλκούν έξω απ'το λιμάνι. Καταλαβαίνεις τώρα τι εννοώ; Δεν φεύγει απλώς. Το ρυμουλκούν. Βλέπεις; Οι άνθρωποι ίσα που φαίνονται. Είναι μικροί και αυτό σαν ενωμένες τεράστιες πολυκατοικίες τους φιλοξενεί στις ταράτσες του. Έχει σχεδόν καλύψει όλο το οπτικό μου πεδίο. Είναι περίεργο να μην έχεις εναλλακτικές στο που να κοιτάξεις. Δηλαδή βλέπω μόνο αυτό. Μόνο. Ευτυχώς, λέω, κινείται. Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας, ησυχάστε!
Αν θα μπορούσα να κινηθώ εγώ; Φυσικά και θα μπορούσα, τι ανοησίες είναι αυτές! Απλώς.. Δεν ξέρω. Δεν είναι η ώρα τώρα. Εγώ απλώς κάθομαι. Ήρθα και κάθομαι, για λίγο.
Προχωράει, και το φουγάρο του κοντεύει να κρύψει τον ήλιο. Ίσως αν στρίψω λίγο το σώμα μου αριστερά.. Καλύτερα τώρα. Αναρωτιέμαι πώς κανένας τους δεν έχει δελεαστεί ακόμη να πέσει στη θάλασσα. Να κάνει αυτήν την συναρπαστική βουτιά. Ποιος δεν θα ήθελε να δοκιμάσει να πέσει από την ταράτσα μιας πολυκατοικίας χωρίς να σκοτωθεί; Μη το λες.. Δεν νομίζω να πάθαινα κάτι. Εσένα τι σε νοιάζει άλλωστε;
Για δες! Δες! Έκρυψε τον ήλιο! Μα αυτό είναι θαυμάσιο! Βγάζεις τα γυαλιά και συνειδητοποιείς ότι θέλεις τον ήλιο πάλι. Μα τί θα γίνει μ'αυτό το πλοίο;
Ας φύγει.
Φεύγει.
Το πλοίο πάνω γράφει "τζένοβα". Δεν με νοιάζει τι γράφει. Με νοιάζει που φεύγει χωρίς να κάνει κάτι. Οτιδήποτε! Εννοώ. Φεύγει; Έτσι απλά; Καλά δεν με νοιάζει, στο ξανά είπα. Απλώς να, σκεφτόμουν.. Ούτε ένας άνθρωπος δεν βούτηξε. Ούτε ένας άνθρωπος δεν σήκωσε το χέρι του να μας δείξει κάτι. Οτιδήποτε. Και ωω! πόσοι άνθρωποι κρέμονταν απ'αυτό το πλοίο. Μπορεί να λες, είναι βρόμικα τα νερά. Και μπορεί όντως να είναι, αλλά δες μια στιγμή ανθρώπους να πηδούν στην θάλασσα και να γελάνε. Σταμάτα, δεν παθαίνουν τίποτα. Ησύχασε πια!
Δεν είναι αδιαφορία. Μην το λες. Καμιά φορά με ενδιαφέρει περισσότερο απ'όσο θα έπρεπε.
Γιατί στο διάολο νοιάζεσαι γι'αυτό το πλοίο ρε γαμώτο; Εγώ; Δεν νοιάζομαι. Εγώ ήρθα απλώς να κάνω μια βόλτα στο λιμάνι κι εκείνο έτυχε να φεύγει. Δεν συναντηθήκαμε για ώρα. Μην ανησυχείς αυτό ήταν..
Έφυγε.
Ο ήλιος καίει, και είναι τέλη Αυγούστου.
Το λιμάνι θα φαντάζει πάντα υπέροχο, ακόμα κι αν ξέρω ότι δεν θα μπορέσω να το κολυμπήσω ποτέ μου. Αρκεί που κάποιες μέρες θα ξέρω ότι μες την τρέλα της ζέστης, θα το θέλω περισσότερο απ'οτιδήποτε.
φεγγάρι με ήλιο
1:53:00 π.μ.-Μαμά, πού πάει ο ήλιος όταν χάνεται; Τα κύματα που πέφτουν στα βράχια Το ρολόι που χτυπάει κάθε τόσο στη μελωδία του Μάνου Τα καράβι...
Τα κύματα που πέφτουν στα βράχια
Το ρολόι που χτυπάει κάθε τόσο στη μελωδία του Μάνου
Τα καράβια που δεν θυμίζουν σε τίποτα τα ταξίδια που κάναμε
Τα ταξίδια
Ο ήλιος που αλλάζει χρώματα
Τα χρώματα του ουρανού
Τα σύννεφα που δεν υπάρχουν
Τα όνειρα που βλέπω τελευταία
Οι ρόδες των αυτοκινήτων που είναι ελάχιστα πια
Οι εκκλησίες που έχουν την τιμητική τους
Οι εκκλήσεις
Οι παρεκκλίσεις
Οι προσκλήσεις που δεν έγιναν ποτέ
Τα ποτέ
Τα πάντα
Τα τίποτα
Όλα μαζί
Τα μαζί
Τα κομμάτια από μας
Εμείς
Εμείς κι εκείνοι
Όλοι μας αλλά χωριστά
Όπως ήμασταν
Όπως θα γίνουμε
Πώς θα γίνουμε αλήθεια;
-Μαμά, γιατί το φεγγάρι είναι μισό;
Leonid Tishkov-Ταξιδεύοντας με την Σελήνη |
τσίρκο γρανίτα και νερό
2:20:00 π.μ.Έχω να γράψω ένα κείμενο για το φεστιβάλ. Ένα κείμενο "χωρίς πίεση χωρίς υποχρέωση" . Μα γιατί μου φαίνονται όλα υποχρέωση τελε...
Είχε κόσμο, πήραμε γρανίτα λεμόνι και είδαμε μια ταινία με τσίρκο. Δεν μου αρέσει το τσίρκο. Η ταινία μου άρεσε. Κάποια παιδιά έπαιζαν μουσική. Μετά φύγαμε και πήγαμε να πιούμε κάτι. Εγώ ήπια μια λεμονάδα. Με πάγο. Η κοπέλα που σέρβιρε ήταν πολύ ευγενική και μας έφερνε συνέχεια νερό. Μου αρέσει πολύ το νερό. Δεν έχει γεύση, αλλά εμένα μου αρέσει. Μετά πήγαμε στο αυτοκίνητο και πήγαμε σπίτι μας. Εγώ νύσταζα πολύ. Έπλυνα τα δόντια μου, ήπια ένα ποτήρι νερό, έκανα τσίσα μου και ξάπλωσα. Κοιμήθηκα αμέσως.Το Τσίρκο
Θυμάμαι το τσίρκο. Προσπαθώ να καταλάβω γιατί δεν μ'αρέσει το τσίρκο. Δεν είναι τόσο το θέμα με τα ζώα ή τα ζωγραφισμένα χαμόγελα των κλόουν. Ή μήπως είναι; Δεν νομίζω. Νομίζω είναι κάτι γενικότερο. Μικρή με θυμάμαι να λέω στον πατέρα μου πόσο θέλω να πάμε με την αδερφή μου στο τσίρκο Μεντράνο που είχε έρθει στην Αθήνα. Οι κολώνες στο ποτάμι ήταν γεμάτες από αφίσες του. Θυμάμαι την τίγρη στην αφίσα. Μία αφίσα φούξια με κόκκινο. Αυτά θυμάμαι. Μπράβο, είναι αρκετά.
(-Τι έφαγες χθες για πρωινό; -Καφέ με μπισκότα; Όχι.. γάλα τότε. Όχι.. δεν θυμάμαι. Δεν ξέρω. Δεν θυμάμαι παράτα με!)
Δεν μπορώ να εξακριβώσω αν πήγαμε τελικά ή όχι γιατί δεν θυμάται κανείς μας. Όμως κάποια χρόνια αργότερα πήγα, θυμάμαι, με τον θείο μου και την ξαδέρφη μου σ'ένα τσίρκο λίγο έξω απ'την Αττική. Δεν είχε πολύ κόσμο. Εγώ παρακολουθούσα τον θείο μου που τον έπαιρνε ο ύπνος, ροχάλιζε, του τρέχανε και λίγο τα σάλια και πότε πότε ξυπνούσε τρομαγμένος και χειροκροτούσε.
Ε, και γελούσα μ'αυτό.
Δεν θυμάμαι να παρακολουθώ κάτι άλλο. Δεν αγαπούσα βέβαια ποτέ ιδιαίτερα τον θείο μου. Μου περνούσε αδιάφορος όπως και όλοι μας σ'εκείνον. Δεν αγαπούσα ούτε το τσίρκο καθώς φάνηκε. Καλά ταιριασμένα.
Η Γρανίτα
Πρώτη φορά γρανίτα δοκίμασα στα εντατικά θερινά μαθήματα Αγγλικών που κάναμε με την Β. στο φροντιστήριο της γειτονιάς. Απέναντι ακριβώς ήταν ένα ψιλικατζίδικο. Το αγαπούσα αυτό το ψιλικατζίδικο. Έκλεισε βέβαια πια.
Πήρα πορτοκάλι. Δύο γεύσεις είχε, πορτοκάλι και φράουλα. Απέφευγα συστηματικά τη φράουλα. Μου περνούσε παγερά αδιάφορη και γευστικώς και χρωματικώς. Αρκετά χρόνια μετά έμαθα ότι έχω αλλεργία. Η γρανίτα ήταν υπέροχη. Από εκείνη τη μέρα παίρναμε σχεδόν κάθε φορά στο διάλειμμα.
Άργησα πολύ να μάθω ότι η γρανίτα πωλείται και σε μορφή ροφήματος. Δεν έχω πάρει πολλές φορές μέχρι σήμερα. Προχθές ήταν μία από αυτές τις όχι-πολλές φορές. Πήρα λεμόνι. Δεν ήταν πολύ καλή. Ένιωθα ότι αν μπορούσα να ρουφήξω δυνατά θα ρουφούσα όλο το χρώμα και θα έμενε μόνο ο λευκός επιμελημένα τριμμένος πάγος - ο πάγος όταν είναι τριμμένη μάζα είναι λευκός, εγώ τον βλέπω, δεν είναι διαφανής.
Μετά πήρα λεμονάδα.
Έχω τόση αδυναμία στο λεμόνι; Αυτό πάλι από πότε; Μικρή μπορώ να θυμηθώ καθαρά ότι μια φορά τρώγοντας μπιφτέκι είχα καταπιεί ένα κουκούτσι από λεμόνι και πήγα να πνιγώ - μια άλλη φορά (φέτος) πήγα να πνιγώ με ψαροκόκαλο, άσχημος θάνατος ο πνιγμός δεν θα τον επέλεγα.
Τι έλεγα; Α ναι. Και πήρα λεμονάδα. Ήταν ωραία. Είχε και αρκετό πάγο.
Τι κρίμα που έχει τόσο άσχημο χρώμα.
Ο Κινηματογράφος
Ο βουβός κινηματογράφος είναι βουβός. Αλλά προχθές ήταν βουβός με τραγούδια. Τα παιδιά που έπαιζαν μουσική ήταν εκπληκτικά. Εντάξει "εκπληκτικά" δεν ξέρω αν ήταν όντως, αλλά έπαιζαν καλά. Γιατί ενθουσιάστηκα άραγε τόσο; Νομίζω μου άρεσε κάπως ο ντράμερ. Ιδανικά θα ήθελα να βγαίνω με μπασίστα. Έχει ωραίο ήχο το μπάσο. Τι συμβαίνει με τους ανθρώπους που παίζουν μουσική; Δεν είναι ότι τους ερωτεύεσαι πιο εύκολα.. Είναι μάλλον ότι τους γουστάρεις περισσότερο. "Γουστάρω" αυτό είναι όντως το κατάλληλο ρήμα. Μπράβο, το βρήκα.
Παίξε μου το αγαπημένο σου κομμάτι..
Το Νερό
Εκείνο το βράδυ ήπια πολύ νερό. Λένε πως δεν έχει γεύση, μα εμένα μου αρέσει. Κι αφού μου αρέσει σημαίνει ότι το γεύομαι.
Εγώ.
Αρκεί αυτό το "αφού Εγώ" κάποιες φορές για να μείνεις κάπου.
Ήπια κοντά 5 ποτήρια εκείνο το βράδυ. Έφταιγε και η κοπέλα που μας γέμιζε συνέχεια τα ποτήρια. Μας χαμογελούσε και μας ζητούσε συγγνώμη κάθε φορά που ερχόταν ενώ μιλούσαμε. Η ευγένεια είναι κάτι σαν ασανσέρ. Είναι αυτό το *τσακ* που μπορεί να σε οδηγήσει από την είσοδο της πολυκατοικίας στην ταράτσα που βλέπει την Ακρόπολη χωρίς καν να πληρώσεις εισιτήριο.
Έπλυνα τα δόντια μου.
Τελειώνω το μπουκαλάκι με το νερό μου και πάω να ξαπλώσω. Δεν θέλω να πάω να κατουρήσω. Λογικά θα σηκωθώ κατά τις 5.
Εντάξει, δεν πειράζει. Θα βγω και λίγο στο μπαλκόνι.
Έχει αεράκι απόψε. Κρίμα να πάει χαμένο τέτοιο ωραίο δροσερό ξημέρωμα.
κομματιάζονται τα κομμάτια αγάπη μου;
4:21:00 π.μ.Αρκεί να δεις τον έρωτα του άλλου στα μάτια του για σένα για να καταλάβεις για ποιο πράγμα ξενυχτάς. Ακούγοντας όλα αυτά που θα ήθελες να π...
Ακούγοντας όλα αυτά που θα ήθελες να πεις εσύ, κάνοντας όλες εκείνες τις κινήσεις που εσύ θα ήθελες να έχεις κάνει, κοιτάζοντας ακριβώς όπως εσύ θα ήθελες να έχεις κοιτάξει. Τρομάζεις με τις λέξεις και πολλές φορές σε εντυπωσιάζει το πόσο ίδια θα τις χρησιμοποιούσες. Ίσως ο χρόνος και ο τόπος να ήταν διαφορετικός, αλλά ίσως πάλι και να ήταν ο ιδανικός. Και να πιάνεις τον εαυτό σου να μελετάει τις κινήσεις του ανθρώπου που είναι απέναντί σου, καπνίζοντας μεθοδικά το τελευταίο τσιγάρο σου μαζί του, και να συνειδητοποιείς το μέγεθος της ειρωνείας όσο η ώρα περνάει από τους δείκτες του ρολογιού σου. Γιατί τι κρίμα να μην κινούνται όλοι οι δείκτες με την ίδια φορά στα μυαλά δύο ανθρώπων. Μα το μεγαλύτερο κρίμα απ'όλα είναι το ρολόι το ίδιο. Πως δεν σταματάει και δεν σταματιέται. Πως κι αν σπάσει ακόμα συνεχίζει να μετρά.
Δεν μπορείς να πονέσεις παρά μόνο για ό,τι ξέρεις. Αν αυτό καταφερθεί τότε γινόμαστε σχεδόν ατρόμητοι.
Και είναι ειρωνικό, ίσως το πιο ειρωνικό πράγμα που μπορεί να συμβεί να μην ερωτεύεσαι τον άνθρωπο που σ'έχει ερωτευθεί, μα στάσου.. Είσαι ίσως ήδη ερωτευμένος. Μπορεί κάποιος να ερωτευτεί διπλά; Μπορεί. Μπορεί διπλά και τριπλά και τετραπλά και δέκα φορές και εκατό ακόμα. Αρκεί να ερωτευτεί τον ίδιο άνθρωπο. Κι αν το καταφέρει τότε αξίζει όλα τα μπράβο του κόσμου. Μα πώς μπορεί; Μπορεί να ξεχωρίσει εκείνον από το φιλί. Γιατί ένα φιλί μπορεί να σε ρίξει από το ρετιρέ στα πιο ανήλιαγα υπόγεια και από τα μπουντρούμια να σε ανεβάσει στο ψηλότερο σημείο της πόλης για να δεις την Αθήνα όπως δεν την είχες ξανά δει ποτέ σου. Κι όταν πλαγιάζεις με έναν άνθρωπο αυτό να σκέφτεσαι, αν μπορείς να τον ερωτευτείς κι απόψε κι αύριο το πρωί και το μεσημέρι όταν θα λείπει. Να το σκεφτείς και να προσέξεις μήπως λογικευτείς. Γιατί με το μυαλό ερωτεύονται οι άνθρωποι για πάντα. Κι όταν έχεις λογική και βρει το μυαλό σου τι του λείπει τότε ψάξ'το σαν να είναι το καλύτερο κομμάτι του εαυτού σου αυτό που λείπει.
Και να θες να συναντήσεις έναν άνθρωπο με όλο σου το είναι και το είναι να μην είναι αρκετό.
Γιατί δεν έχει σημασία το να θέλεις να είσαι μπροστά στον άλλον. Σκεφτόμουν πολλές φορές τι διαλόγους θα έκανα αν βρισκόσουν μπροστά μου. Σκεφτόμουν ίσως να έγραφα το ιδανικό σενάριο, το σενάριο δεύτερης διαλογής και μετά εκείνο της τρίτης το λιγότερο επικρατές. Και σκεφτόμουν πάντα κάθε "και" κάθε τελεία ή παύση μου, και τις δικές σου ανάσες ακόμη θα υπολόγιζα, θα προσπαθούσα δηλαδή, για να μπορώ να κρατήσω έναν ρυθμό στα λόγια μου και τις σιωπές μου. Μόνο που δεν υπολόγιζα τα πόδια μου. Γιατί τα γόνατά μου πολλές φορές με πρόδωσαν όταν έπρεπε να τρέξω. Θυμάμαι τότε που έστριψα στο στενό και έπεσα επάνω σου μετά από χρόνια. Δεν χρειάστηκε να ανεβάσω το κεφάλι μου. Έμεινα να κοιτάζω στα πόδια σου και το μόνο που μπόρεσα να κάνω είναι να μας φανταστώ να περπατάμε μαζί την Αθήνα, ενώ η ζέστη μας έκανε να γελάμε ιδρωμένοι, να μην αντέχουμε άλλο και να γλιστράμε ο ένας από τα χέρια του άλλου.
Τα κομμάτια μας είναι πιο κομματιασμένα κι από εμάς τους ίδιους, έτσι βλέπω ώρες-ώρες.
Σου λείπει ένας άνθρωπος. Θέλεις να τον δεις, να τον αγκαλιάσεις να του δοθείς ολοκληρωτικά για ώρες και να μείνεις παγωμένος μαζί του ακόμα και σε ένα τραπέζι κοιτάζοντάς τον να διαβάζει εφημερίδα και να πίνει τον καφέ του. Κι εκείνη ακριβώς την στιγμή σκέφτεσαι πόσο μπορεί να σου λείπει η ασφάλεια που ένιωθες με τον άνθρωπο που πλέον δεν θες να ξανα δεις στα μάτια σου και εύχεσαι να μην είχε βρεθεί ποτέ στο δρόμο σου. Και σου λείπει αυτό. Αλλά και το βλέμμα της πρώτης στιγμής έλξης με τον άνθρωπο που σε έμαθε τι σημαίνει να ηρεμείς κοιτώντας βαθιά μέσα στα μάτια του άλλου. Και τότε σου λείπει κάτι ακόμα. Και ξαφνικά είσαι τόσα κομμάτια που χωρίζεσαι στα δέκα στα είκοσι και προσπαθείς απεγνωσμένα να βάλεις τα κομμάτια σε μια σειρά σαν σε παζλ χωρίς εικόνα. Και με την ελπίδα να καταλάβεις τι θα δείξει το παζλ, ποια θα είναι η ετυμηγορία, συνεχίζεις να τα τοποθετείς, ενώ τα κομμάτια πολλαπλασιάζονται επί δύο επί έξι επί οχτώ.. και μένεις να απορείς και να φωνάζεις "αν όχι έτσι, τότε πώς;;" .
μες τους καπνούς περίμεναν
1:17:00 π.μ.Δεν ήξεραν πότε να περιμένουν. Αυτό πάντα στοίχιζε τόσο πολύ και στους δύο. Δεν ήταν ότι δεν μπορούσαν, απλώς δεν ήξεραν. Δεν ήξεραν πότ...
Αυτό πάντα στοίχιζε τόσο πολύ και στους δύο. Δεν ήταν ότι δεν μπορούσαν, απλώς δεν ήξεραν. Δεν ήξεραν πότε να περιμένουν να πουν το πρώτο "σ'αγαπώ" και πότε το "τελειώσαμε". Οπότε τα έλεγαν όλα μαζί και χωριστά. Μπερδεύονταν οι φράσεις που αιωρούνταν στο μυαλό τους και έβγαιναν έτσι μπερδεμένες σαν κουβάρια απ'το στόμα τους. Μιλούσαν και έφτυναν πότε πότε για να φύγουν τα άσχημα από τα χείλη τους. Αλλά αποτέλεσμα δεν είχαν. Τέλειωναν οριστικά και αγαπιούνταν ταυτόχρονα, έκαναν έρωτα και έδειχναν την πόρτα ο ένας στον άλλον να πάει στο διάολο. Και ίσχυαν όλα μαζί, όπως ακριβώς τα βίωναν.
Όταν συναντιόνταν δεν άφηναν ποτέ τα μάτια τους να μιλήσουν, ήθελαν να τα πούν όλα οι ίδιοι. Έτρεμαν μήπως δεν προλάβουν να εκφράσουν όλες εκείνες τις σκέψεις εκατομμυρίων που περνούσαν σαν σίφουνες από το μυαλό τους κάθε δέκατο του δευτερολέπτου και ήλπιζαν ο χρόνος να διαιρεθεί σε χιλιάδες ώρες ανά ημέρα μήπως και κατάφερναν να δώσουν ένα εκατοστό από αυτό που ήθελαν ο ένας στον άλλον.
Και το έδιναν, αυτή ήταν η μαγεία. Ή μάλλον όχι, η μαγεία ήταν ότι ο άλλος ήταν πάντα έτοιμος και το έπαιρνε. Ρουφούσαν ο ένας τις λέξεις του άλλου, τις σκέψεις του, τα παρανοϊκά του σενάρια σαν να κρινόταν η ζωή του από το πόσα από αυτά θα θυμάται την επομένη. Και έτσι έλεγαν τα πάντα γρήγορα, μα όχι βιαστικά, απολαυστικά. Θα έλεγε κανείς αν τους έβλεπε μαζί ότι κινούσαν μια μηχανή με τις λέξεις τους. Την τροφοδοτούσαν με ενέργεια κι αυτή εκείνους.
Πόσο θα μπορούσε να κρατήσει όλο αυτό. Κάποιες μέρες, το αργότερο δυο τρεις βδομάδες. Έτσι εκδίωξαν ο ένας τον άλλον κι άρχισαν να ψάχνουν νερό να σβήσουν τις φωτιές και να εξαφανίσουν τους καπνούς που έβγαιναν από το κεφάλι τους τα βράδια. Και ευτυχώς, έλεγαν, υπάρχει πολύ νερό εκεί έξω. Και ζούσαν σαν κανονικοί άνθρωποι. Σαν να μην είχαν γνωριστεί ποτέ. Πίστεψαν ότι θα ευτυχούσαν και μακριά ο ένας απ'τον άλλον, με την ελπίδα και τον φόβο να μην ξανά γνωριστούν ποτέ.
Μετά έμαθαν να περιμένουν.
Κάθε φορά που βρίσκονταν τυχαία ήθελαν να αυτοκαταστραφούν για να κοιτάξει ο ένας τον άλλον. Σκέφτονταν να αυτοπυρποληθούν στην μέση της πλατείας, στην πρώτη σειρά του σινεμά ή στην αποβάθρα του μετρό στην μπλε γραμμή να πηδήξουν στις ράγες. Μα δεν το έκαναν ποτέ γιατί ο ένας περίμενε από τον άλλον την αρχή. Και ποτέ δεν ερχόταν η αρχή και ποτέ η συνέχεια. Μόνο μερικά βράδια που δεν είχαν τίποτα να πιουν εκτός από τις σελίδες των βιβλίων που κρατούσαν στα χέρια τους, ρουφούσαν τις λέξεις σαν γουλιές αλκοόλ και σχημάτιζαν στο μυαλό τους διαλόγους συνεχούς ύβρεως και συμπαράστασης.
Και οι φωτιές είχαν πια καταλαγιάσει και οι καπνοί ίσα που διακρίνονταν και μόνο από το έμπειρο μάτι του δουλεμένου μυαλού. Μα κανένα δουλεμένο μυαλό δεν τολμούσε να αναφερθεί σε τέτοιους καπνούς κι αποκαΐδια, γιατί ήξερε καλά ότι κάτι το δεδομένο δεν μπορεί να γίνει ποτέ υποθετικό, μόνο να χαθεί οριστικά.
Κι έτσι έμαθαν οι άνθρωποι να ζουν με τους καπνούς τους βράδυ και πρωι.