κύματα σύννεφα και νότες

Κοιτάζοντας τον ουρανό μπορώ να πω πως σ'αγαπώ. Έχω ξαπλώσει στον καναπέ στην βεράντα. Είναι καλοκαίρι.. παλεύω να τελειώσω εκείνο το...

Κοιτάζοντας τον ουρανό μπορώ να πω πως σ'αγαπώ.

Έχω ξαπλώσει στον καναπέ στην βεράντα. Είναι καλοκαίρι.. παλεύω να τελειώσω εκείνο το βιβλίο. Το έχω πάρει σε λεωφορεία, βουνά, τρένα, πλοία, αμμουδιές και τώρα εδώ.

"..η Ολίβια με περίμενε, τα δόντια μας άρχισαν πάλι να κινούνται αργά και τα βλέμματά μας να μένουν καρφωμένα το ένα στο άλλο με μια ένταση που θύμιζε φίδια. Ήμασταν φίδια που καταβρόχθιζε το ένα το άλλο, με τη συνείδηση ότι θα αφανιστούμε, με τη σειρά μας, από το φίδι που μας καταβροχθίζει όλους και μας χωνεύει όλους, και μας εξομοιώνει στην διεργασία κατάποσης και πέψης ενός οικουμενικού κανιβαλισμού, ο οποίος σφραγίζει κάθε ερωτική σχέση και εξαφανίζει τα σύνορα μεταξύ των κορμιών μας και της sopa de frijoles, ή του huacinango a la veracruzana, ή των enchiladas. . ."

Και ενώ κάποιος χαϊδεύει τα πλήκτρα ενός πιάνου με μια γλυκύτητα που μόνο οι μπάσες νότες μπορούν να αποδώσουν σωστά, χαζεύω τον ουρανό και τα πουλιά που κάνουν κύκλους και πετούν ευθεία και αλλάζουν διαδρομή και τα φτερά τους μπλέκονται και νιώθω να χορεύουν πιο καλά από χορευτές ρώσικων μπαλέτων. Και μέσα σ'όλη αυτήν την αρμονία το βλέμμα μου έχει ξεφύγει απ'το βιβλίο κι ο νους μου μαζί, που ταξιδεύει μια στιγμή, χορεύει άλλοτε κι έρχεται σε σένα.
Μα είναι καλοκαίρι, σκέφτομαι, και με παρηγορεί κάπως γιατί έχει ήλιο και θάλασσα, και παιδικά γέλια ενηλίκων που θυμούνται πώς είναι να ζεις αθώα. Για μια στιγμή ξεχνιέμαι κι εγώ και σου χαμογελώ. Ψιθυρίζω ένα "κοίταξε.." τα σύννεφα σου δείχνω με τα μάτια μου.. Ξέρεις πόσο αγαπώ τα σύννεφα. Είναι τα ομορφότερα πορτρέτα στον ομορφότερο καμβά. Αν μ'άφηνες να σου μιλήσω για τέχνης θαύματα, θα σου 'λεγα πρώτα για τα σύννεφα. Αν μ'άφηνες.. Μετά..μετά, θα σου μιλούσα για τ'αστέρια. Αλλά τα σύννεφα με κάνουν πιο χαρούμενη, ξέρεις. Είναι γιατί αλλάζουν διαρκώς. Γιατί είναι αυτοδημιούργητα και με λίγο αέρα χορεύουν ανεξέλεγκτα με κινήσεις νωχελικές που με καθηλώνουν.
Πέταξε ξαφνικά μια μέλισσα στον καφέ μου. Γυρίζει γύρω-γύρω στο στόμιο. Αποφασίζει τελικά να μπει μέσα. Ξαφνικά πετάει και φεύγει μακριά σαν πανικόβλητη. Δεν μου άρεσε που το είδα αυτό. Δεν μου αρέσουν οι λέξεις "ξαφνικά" και "φεύγω" όταν μπαίνουν στην ίδια πρόταση. Με πληγώνουν.

"Τί κρύβεται, άλλωστε, πίσω από μία φωνή; Κρύβεται ένα ζωντανό πρόσωπο - λαιμός, θώρακας, συναίσθημα - που απελευθερώνει μια φωνή διαφορετική από όλες τις άλλες. Μια φωνή προϋποθέτει έναν λάρυγγα, λίγο σάλιο, κάποια παιδικά χρόνια, εμπειρίες μιας ολόκληρης ζωής, ένα μυαλό που επιθυμεί να έχει την ικανοποίηση να δώσει τη δική του μορφή στα ηχητικά μηνύματα. Αυτό που περισσότερο σε ελκύει είναι η χαρά που η φωνή αυτή προσδίδει στην ύπαρξή της: κι αυτή η χαρά σε κάνει να φαντάζεσαι ότι όσο διαφορετική είναι η φωνή, τόσο διαφορετικό είναι και το πρόσωπο που τραγουδάει."

Πλήθυναν και τα σύννεφα. Χάθηκαν τα πουλιά, σκόρπισαν. Νόμισα σε άκουσα να μου σιγοψιθυρίζεις τους δυο πρώτους στίχους από 'κείνο το τραγούδι. Ήταν ο αέρας που ενώνει τα σύννεφα και σέρνει κάτι πεσμένα φύλλα βουκαμβίλιας στα πόδια μου. Γυρίζω σελίδα. Ξαναδιαβάζω..

"..και μας εξομοιώνει στην διεργασία κατάποσης και πέψης ενός
 οικουμενικού κανιβαλισμού, ο οποίος σφραγίζει κάθε ερωτική σχέση και 
εξαφανίζει τα σύνορα μεταξύ των κορμιών μας και της 
sopa de frijoles, ή του huacinango a la veracruzana, 
ή των enchiladas. . ."

Ήθελα να δοκιμάσουμε τόσα πράγματα παρέα, θυμάμαι. Δεν ήξερα ότι δεν είχαμε τόσο χρόνο. Αν μου το 'χες πει νωρίτερα.. Αν μου το είχες πει... Και θυμάμαι τα φιλιά μας και τα χάδια μας και πόσο ήθελε ο ένας να νιώσει τον άλλον. Και φτάναμε να φαντάζουμε κανίβαλοι στα μάτια τρίτων. Μα μεταξύ μας ξέραμε. Ξέραμε πως ο έρωτας είναι ένας συνεχής αγώνας επιβίωσης μεταξύ των δύο. Και λέγαμε "όποιος κερδίσει αγαπιέται" και το φωνάζαμε με θράσος, και δεν ξέραμε οι δόλιοι ότι ή θα νικούσαμε μαζί ή θα νικιόμασταν κι οι δύο.

Φυσάει ένα αεράκι και το νερό χορεύει κι αυτό, μαζί με τα σκόρπια φύλλα βουκαμβίλιας που το πλησιάζουν. Μα είναι καλοκαίρι, και με παρηγορεί κάπως, γιατί σκέφτομαι ότι εκεί που είσαι θα έχει ήλιο και θάλασσα, και παιδικά γέλια ενηλίκων που θυμούνται πώς είναι να ζεις αθώα και ορκίζομαι πως σε βλέπω να χαμογελάς. Μα αναρωτιέμαι προς τα που..

" Σε κάποιο μέρος, σε κάποια πτυχή της γης, η πόλη 
ξυπνάει με ένα χτύπημα, ένα σφυροκόπημα, ένα αυξανόμενο τρίξιμο. 
Ένας κρότος, μια βουή απλώνονται σ'όλη τη γη, πνίγοντας 
φωνές, αναστεναγμούς, αναφιλητά. . ."
Italo Calvino - Κάτω απ'τον Ιαγουάρο Ήλιο.

You Might Also Like

0 σημειώσεις

.

.