από το φεύγω ως το εδώ
2:10:00 π.μ.Βγαίνεις με φίλους, παραγγέλνεις το ποτό σου. Στο φέρνουν με πάγο ή χωρίς. Δεν σε νοιάζει. Δεν βγαίνω. Δεν πίνω πια, ένα ποτό στις δέκα μ...
2:10:00 π.μ.
Βγαίνεις με φίλους, παραγγέλνεις το ποτό σου. Στο φέρνουν με πάγο ή χωρίς. Δεν σε νοιάζει.
Δεν βγαίνω. Δεν πίνω πια, ένα ποτό στις δέκα μέρες. Δεν με νοιάζει. Δεν προλαβαίνω. Δεν με νοιάζει.
Βρίσκεσαι με γκόμενες. Κλείνεις καμιά δουλειά στο ενδιάμεσο, τα βγάζεις πέρα.
Δυσκολεύομαι. Δουλεύω πολύ. Φλερτάρω στο ενδιάμεσο καμιά φορά, ή μάλλον ανέχομαι το φλερτ. Παρατηρώ τους ωραίους άντρες, και τις κυρίες δίπλα τους, ποιοι και ποιοι χαμογελούν.
Ενίστασαι σε φίλους για τις πολιτικές εξελίξεις χαρούμενος τάχα για τις αλλαγές μα εσύ φοβάσαι ν'αλλάξεις.
Αλλάζω μέρα με τη μέρα. Προσπαθώ ν'αλλάξω καθημερινότητα, να βρω αυτό το "κάτι" που θα δώσει νόημα. Κάτι σταθερό που να διαρκεί.
Γυρίζω σπίτι και πάντα με περιμένει το ασανσέρ στο ισόγειο. Δεν έχω πια χρόνο να περιμένω στις σκάλες και να σκέφτομαι. Και το λεωφορείο περνάει όταν φτάσω στη στάση, και το τρένο..και το μετρό.
Γυρίζεις σπίτι και πέφτεις στο κρεβάτι. Δεν δίνεις χρόνο να σκεφτείς. Ποτέ δεν έδωσες. Το αυτοκίνητο το κρατάς για μόστρα. Το 'χεις βαρεθεί κι αυτό πλέον.
Κανονίζω ταξίδια. Σε φίλους, σε ανθρώπους μου. Επαγγελματικά. Μόνη μου. Το επιδιώκω το "φεύγω", μα θέλω περισσότερο απ'όλα να μείνω και να συνεχίσω να παλεύω. Όταν τα ταξίδια μου ακυρώνονται κατά βάθος χαίρομαι. Λέω, έμεινα εδώ με αφορμή. Μπορώ να δοκιμάσω πάλι, να πω αυτό το "λίγο ακόμα".
Ταξιδεύεις για μέρες. Δεν μένεις ποτέ στο "εδώ" σου. Δεν έχεις εδώ εσύ. Ή αιδώ. Σου αρκεί να μην ανήκεις πουθενά ουσιαστικά, εκτός από τον εαυτό σου. Αλλά δεν σου είσαι αρκετός και παραπατάς με μεθυσμένους εγωισμούς. Χάνεσαι σε καφέ, υπόγεια μπαρ, κάπου έξω απ'την Αθήνα..
Διαβάζω βιβλία στο τρένο. Κάνω διαδρομές μιας ώρας, πότε δύο, και κλέβω τον χρόνο. Ποτέ ξανά τα γράμματά σου. Δεν θυμάμαι την εποχή τους πια. Άλλοτε κοιτάζω απ'το παράθυρο. Μόνο τραγούδια ακούω πάντα. Χωρίς πιάνο. Το πιάνο με μελαγχολεί.
Διαβάζεις τα βιβλία σου. Όλα ξανά και ξανά. Θες να τα μάθεις τέλεια, να μπορείς να πετάς φράσεις και ονόματα και να σε θαυμάζουν. Και τα ποιήματά μου; και τα κείμενά μου; Αυτά τα διαβάζεις κάποια βράδια κρυφά, χωρίς πολύ φως. Πριν πας για ύπνο κυρίως. Και το πρωί ξεχνάς ότι τα διάβασες.
Πιάνουμε το στυλό καμιά φορά στο τόσο και γράφουμε δυο-τρεις αράδες. Μετά τ'αφήνουμε για να στρίψουμε ένα τσιγάρο. Κάποιες φορές ανάβει αμέσως. Άλλες όχι.. Καπνίζουμε και οι δύο με το αριστερό. Πάντα. Μάλλον μας βολεύει καλύτερα όταν γράφουμε ταυτόχρονα. Πάντα γράφουμε καπνίζοντας ταυτόχρονα. Κάνα-δυο ρουφηξιές πάνε έτσι, ίσα να θυμηθούμε πόσα έχουμε να πούμε, να κρυφο-χαμογελάσουμε και μετά πάλι στο χαρτί. Θολώνουν τα γυαλιά καμιά φορά αλλά εντάξει, τα καταφέρνουμε. Πάντα κάποιος θα μπαίνει και θα μας διακόπτει. Είναι που έχουμε ζωή στο ενδιάμεσο, αλλά δεν μας συμφέρει τα βράδια και την καταριόμαστε.
Εσύ δεν θα μ'ενοχλούσες τώρα, εσύ δεν θα έμπαινες στο δωμάτιο.. εσύ θα κοιμόσουν απέναντί.
Έτσι λέμε και ηρεμούμε για λίγο, σαν να ικανοποιούμε τα ενοχικά μας εγώ. Μετά πάλι σκεφτόμαστε τις ζωές μας. Αυτό το "τίποτα ιδιαίτερο" που ζούμε για τους άλλους μεταξύ μας θα ήταν "κάτι".. Θα το κάναμε θέμα. Άλλωστε εμείς κάναμε θέμα το καθετί. Τελειώνει και το τσιγάρο και δεν γίνεται να κάνουμε άλλο, μετά η νύχτα γίνεται καψούρα και δεν είμαστε εμείς "απ'αυτούς". Ούτε μουσική δεν βάζουμε πια όταν γράφουμε. Σιγοψιθυρίζουμε, όμως, στο κεφάλι μας τις μελωδίες που μας ηρεμούσαν παλιότερα, ίσως φανταζόμαστε και έναν πιανίστα στο μπαγκράουντ, όπως και ο ένας τον άλλον να κοιμάται σ'ένα στρώμα απέναντι.
..και να φανταστείς ξεκινήσαμε μαζί.
Δεν βγαίνω. Δεν πίνω πια, ένα ποτό στις δέκα μέρες. Δεν με νοιάζει. Δεν προλαβαίνω. Δεν με νοιάζει.
Βρίσκεσαι με γκόμενες. Κλείνεις καμιά δουλειά στο ενδιάμεσο, τα βγάζεις πέρα.
Δυσκολεύομαι. Δουλεύω πολύ. Φλερτάρω στο ενδιάμεσο καμιά φορά, ή μάλλον ανέχομαι το φλερτ. Παρατηρώ τους ωραίους άντρες, και τις κυρίες δίπλα τους, ποιοι και ποιοι χαμογελούν.
Ενίστασαι σε φίλους για τις πολιτικές εξελίξεις χαρούμενος τάχα για τις αλλαγές μα εσύ φοβάσαι ν'αλλάξεις.
Αλλάζω μέρα με τη μέρα. Προσπαθώ ν'αλλάξω καθημερινότητα, να βρω αυτό το "κάτι" που θα δώσει νόημα. Κάτι σταθερό που να διαρκεί.
Γυρίζω σπίτι και πάντα με περιμένει το ασανσέρ στο ισόγειο. Δεν έχω πια χρόνο να περιμένω στις σκάλες και να σκέφτομαι. Και το λεωφορείο περνάει όταν φτάσω στη στάση, και το τρένο..και το μετρό.
Γυρίζεις σπίτι και πέφτεις στο κρεβάτι. Δεν δίνεις χρόνο να σκεφτείς. Ποτέ δεν έδωσες. Το αυτοκίνητο το κρατάς για μόστρα. Το 'χεις βαρεθεί κι αυτό πλέον.
Κανονίζω ταξίδια. Σε φίλους, σε ανθρώπους μου. Επαγγελματικά. Μόνη μου. Το επιδιώκω το "φεύγω", μα θέλω περισσότερο απ'όλα να μείνω και να συνεχίσω να παλεύω. Όταν τα ταξίδια μου ακυρώνονται κατά βάθος χαίρομαι. Λέω, έμεινα εδώ με αφορμή. Μπορώ να δοκιμάσω πάλι, να πω αυτό το "λίγο ακόμα".
Ταξιδεύεις για μέρες. Δεν μένεις ποτέ στο "εδώ" σου. Δεν έχεις εδώ εσύ. Ή αιδώ. Σου αρκεί να μην ανήκεις πουθενά ουσιαστικά, εκτός από τον εαυτό σου. Αλλά δεν σου είσαι αρκετός και παραπατάς με μεθυσμένους εγωισμούς. Χάνεσαι σε καφέ, υπόγεια μπαρ, κάπου έξω απ'την Αθήνα..
Διαβάζω βιβλία στο τρένο. Κάνω διαδρομές μιας ώρας, πότε δύο, και κλέβω τον χρόνο. Ποτέ ξανά τα γράμματά σου. Δεν θυμάμαι την εποχή τους πια. Άλλοτε κοιτάζω απ'το παράθυρο. Μόνο τραγούδια ακούω πάντα. Χωρίς πιάνο. Το πιάνο με μελαγχολεί.
Διαβάζεις τα βιβλία σου. Όλα ξανά και ξανά. Θες να τα μάθεις τέλεια, να μπορείς να πετάς φράσεις και ονόματα και να σε θαυμάζουν. Και τα ποιήματά μου; και τα κείμενά μου; Αυτά τα διαβάζεις κάποια βράδια κρυφά, χωρίς πολύ φως. Πριν πας για ύπνο κυρίως. Και το πρωί ξεχνάς ότι τα διάβασες.
Πιάνουμε το στυλό καμιά φορά στο τόσο και γράφουμε δυο-τρεις αράδες. Μετά τ'αφήνουμε για να στρίψουμε ένα τσιγάρο. Κάποιες φορές ανάβει αμέσως. Άλλες όχι.. Καπνίζουμε και οι δύο με το αριστερό. Πάντα. Μάλλον μας βολεύει καλύτερα όταν γράφουμε ταυτόχρονα. Πάντα γράφουμε καπνίζοντας ταυτόχρονα. Κάνα-δυο ρουφηξιές πάνε έτσι, ίσα να θυμηθούμε πόσα έχουμε να πούμε, να κρυφο-χαμογελάσουμε και μετά πάλι στο χαρτί. Θολώνουν τα γυαλιά καμιά φορά αλλά εντάξει, τα καταφέρνουμε. Πάντα κάποιος θα μπαίνει και θα μας διακόπτει. Είναι που έχουμε ζωή στο ενδιάμεσο, αλλά δεν μας συμφέρει τα βράδια και την καταριόμαστε.
Εσύ δεν θα μ'ενοχλούσες τώρα, εσύ δεν θα έμπαινες στο δωμάτιο.. εσύ θα κοιμόσουν απέναντί.
Έτσι λέμε και ηρεμούμε για λίγο, σαν να ικανοποιούμε τα ενοχικά μας εγώ. Μετά πάλι σκεφτόμαστε τις ζωές μας. Αυτό το "τίποτα ιδιαίτερο" που ζούμε για τους άλλους μεταξύ μας θα ήταν "κάτι".. Θα το κάναμε θέμα. Άλλωστε εμείς κάναμε θέμα το καθετί. Τελειώνει και το τσιγάρο και δεν γίνεται να κάνουμε άλλο, μετά η νύχτα γίνεται καψούρα και δεν είμαστε εμείς "απ'αυτούς". Ούτε μουσική δεν βάζουμε πια όταν γράφουμε. Σιγοψιθυρίζουμε, όμως, στο κεφάλι μας τις μελωδίες που μας ηρεμούσαν παλιότερα, ίσως φανταζόμαστε και έναν πιανίστα στο μπαγκράουντ, όπως και ο ένας τον άλλον να κοιμάται σ'ένα στρώμα απέναντι.
..και να φανταστείς ξεκινήσαμε μαζί.
Και να φανταστείς, ξεκινήσαμε μαζί..