Ρ.Σ.
6:34:00 μ.μ.Το ρολόι έδειχνε 11 παρά κάτι. Εκείνος ί σα που μπορούσε να διακρίνει τον δείκτη της ώρας, για τα λεπτά ακριβώς ούτε λόγος. Τί τον ένοιαζε ...
6:34:00 μ.μ.
Το ρολόι έδειχνε 11 παρά κάτι. Εκείνος ίσα που μπορούσε να διακρίνει τον δείκτη της ώρας, για τα λεπτά ακριβώς ούτε λόγος. Τί τον ένοιαζε άλλωστε; όλη η μέρα είχε περάσει βασανιστικά αργά. Άναψε την πίπα του, πήρε μια γερή ρουφηξιά.. κι άλλη μία. Την άφησε στην αριστερή πλευρά του πιάνου και γύρισε με το δεξί χέρι άγαρμπα τις παρτιτούρες που είχε μπροστά του. Γύρισαν 3-4 φύλλα μαζί.
"Στιβ..", είπε, κι έδωσε σήμα στο σαξόφωνο με τις πρώτες νότες.
Το μπαρ ήταν γεμάτο καπνό, φωνές, γέλια, η μουσική ξεχώριζε, όμως. Ο Ρενέ εκείνο το βράδυ σαν να έπαιζε πιο έντονα από ποτέ. Σαν να έδερνε τα πλήκτρα μ'ένα φανταστικό μαστίγιο. Ο ήχος έβγαινε πιο δυνατός, πιο μεμονωμένος, πιο αβυσσαλέος για να αποκτήσει ρυθμό. Τον είχε κοιτάξει περίεργα κάνα-δυο φορές ο Στιβ μες το βράδυ, το είχε παρατηρήσει, αλλά τι τον ένοιαζε; σε δυο ώρες έκλεινε το πρόγραμμα και θα την έκανε. Έγειρε λίγο πίσω τον κορμό του και κοίταξε στην αριστερή πλευρά του μπαρ συνωμοτικά, ενώ συνέχιζε να παίζει τζαζ, σόουλ, σουινγκ ό,τι μπορούσε να αποδώσει με μεγαλύτερη ένταση.
Δεν είχε περάσει καλά καλά μια ώρα και σηκώθηκε. Ο Στιβ ξαφνιάστηκε, μα συνέχισε να παίζει σόλο. Πήρε την πίπα του, το ποτήρι με το ουίσκι που είχε αφήσει στο πάτωμα και κατευθύνθηκε προς το μπαρ. Ο κόσμος δεν επηρεάστηκε, "Ανάθεμα κι αν καταλαβαίνετε τη διαφορά του ενός από το δύο γελοίοι.." μουρμούρισε και κάθισε σ'ένα ξεφτισμένο σκαμπό. Συζήτησε να του ξαναγεμίσουν το ποτήρι, ενώ ανανέωνε τον καπνό στην πίπα του..
"Έχεις τρελαθεί Ρενέ; τί νομίζεις ότι κάνεις;"
"Τί τρέχει;"
"Τί τρέχει;; Σε πληρώνω για να είσαι εκεί πάνω, όχι πάνω σ'ένα σκαμπό και να πίνεις ουίσκι καπνίζοντας την πίπα σου σαν να ετοιμάζεις το επόμενο μεγάλο σχέδιο!"
Ο Ρενέ χαμογέλασε ειρωνικά και ήπιε το ποτό του μονορούφι.
"Άλλο ένα.."
"Κοίτα ψηλέ, η δουλειά σου εδώ είναι ΕΚΕΙ ΠΑΝΩ. Παράτα το μπαρ και πήγαινε κάνε σόου."
"Σόου.. για ποιο σόου λες ρε Μπιλ;"
"Γι'αυτό που σε πληρώνω!"
"Με διακόσια δολάρια τη βδομάδα τί περιμένεις; να σηκωθώ να σου χορέψω και μπαλέτο;..φεύγω ξέρεις..", το φεύγω του βγήκε μέσα από τα δόντια του με μεγάλη δυσκολία.
Ο Μπιλ είχε γίνει κατακόκκινος.
"Πήγαινε να τελειώσεις τη βραδιά και φεύγεις αύριο! Αλλιώς τα λεφτά του μήνα ξέχνα τα!", είπε, σκούπισε τον ιδρώτα στο μέτωπό του με το μαντιλάκι που είχε πάντα στην τσέπη του γιλέκου του, κοίταξε το ρολόι του, έστριψε νευριασμένος και έφυγε μουρμουρίζοντας βρισιές.
"..τα λεφτά του μήνα ξέχνα τα" αυτό και μόνο αρκούσε να ακούσει ο Ρενέ για να πάρει πάλι θέση στο μαύρο παλιό πιάνο στην σκηνή και να κάνει σόου.. για λίγο. Για όσο προλάβαινε τελοσπάντων.
Είχε πάει κοντά δύο τα ξημερώματα. Στο μαγαζί είχαν μείνει τρία-τέσσερα τραπέζια γεμάτα -όχι ότι είχε και πολλά βέβαια- και όλοι αρκετά μεθυσμένοι για να ακολουθήσουν οποιονδήποτε ρυθμό. Ο σερβιτόρος ήδη είχε αρχίσει να συμμαζεύει. Ο Ρενέ σηκώθηκε έκανε σήμα στον Στιβ, που μόλις είχε επιστρέψει από το διάλειμμά του για τσιγάρο και συμφώνησαν να πάει το μαγαζί εκείνος μέχρι τις 3. Περπάτησε λίγο ζαλισμένος ως το μπαρ. Έφτασε τον πάγκο με τα χίλια ζόρια και ακούμπησε με τα χέρια. Κολλούσαν οι αγκώνες του από τα χυμένα ποτά, αλλά ούτε που το ένιωθε.
"Καρλ, πιάσε μου το τηλέφωνο."
"Μάλιστα, κύριε Ρενέ. Θέλετε να πάρω κάποιο νούμ.."
"Όχι, φέρε μου απλώς το τηλέφωνο. Πρέπει να το κάνω μόνος.."
Σχημάτισε αργά αργά τα ψηφία, 692-6397. Το άφησε να χτυπήσει πάνω από εφτά φορές. Ακούμπησε το ακουστικό στο μπαρ.
"Καρλ.. έχεις τσιγάρα Καρλ;"
"Ναι, κύριε Ρενέ.." του είπε και του πρόσφερε από το Μάρλμπορο πακέτο του. Ο Ρενέ πήρε ένα, το άναψε και περίμενε μέχρι να φτάσει σχεδόν στη μέση για να το ακουμπήσει κι αυτό στο μπαρ δίπλα στο ακουστικό. Έπιασε το ακουστικό ξανά. Ξανασχημάτισε τους ίδιους αριθμούς. Πιο γρήγορα αυτή τη φορά. 692-6397.
"Πού στον διάολο είσαι μωρό μου.. γιατί δεν το σηκώνεις.." Έκλεισε το τηλέφωνο. Ακούμπησε το ακουστικό δίπλα στο τσιγάρο και ξανάπιασε το τσιγάρο. Κόλλαγε πάνω στα χείλια του απ'τα ποτά. Το τελείωσε, το έσβησε πάνω στον πάγκο και έπιασε για τελευταία φορά το ακουστικό..
"Παρακαλώ."
"Μωρό μου."
"Έλα Ρενέ.. γιατί με παίρνεις;"
"Ξέρεις.. Δεν μπορώ."
"Δεν μπορείς..τί;"
"..να έρθω αύριο."
"Μα τί λες; Τρελάθηκες; Τα έχω κανονίσει όλα!"
"Με χρειάζονται στο μαγαζί.."
"Τί λες Ρενέ γαμώτο; Αφού το μαγαζί θα μείνει κλειστό! Τί στο διάολο σ'έπιασε ξαφνικά;"
"Δεν μπορώ..συγγνώμη."
"Στο διάολο Ρενέ! ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ!", ούρλιαξε και του έκλεισε το τηλέφωνο.
"Μωρό μου."
"Έλα Ρενέ.. γιατί με παίρνεις;"
"Ξέρεις.. Δεν μπορώ."
"Δεν μπορείς..τί;"
"..να έρθω αύριο."
"Μα τί λες; Τρελάθηκες; Τα έχω κανονίσει όλα!"
"Με χρειάζονται στο μαγαζί.."
"Τί λες Ρενέ γαμώτο; Αφού το μαγαζί θα μείνει κλειστό! Τί στο διάολο σ'έπιασε ξαφνικά;"
"Δεν μπορώ..συγγνώμη."
"Στο διάολο Ρενέ! ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ!", ούρλιαξε και του έκλεισε το τηλέφωνο.
Αυτός έμεινε να αναρωτιέται αν το είχε κάνει τελικά μόνος του. Αν είχε κάνει τίποτα μόνος του. Αν ήταν μόνος του δεν το αναρωτιόταν.. αυτό το ήξερε. Άλλωστε ήξερε ότι σ'αυτήν την σύμβαση με τον εαυτό του είχε υπογράψει αυτοπροσώπως γι'αυτήν την καταδίκη του στην ανεξαρτησία. Μάλιστα αν κοίταζες τα ψιλά γράμματα κάτω κάτω θα έβλεπες την υποσημείωση να την βαφτίζει "Μοναξιά".
"Αντίο, Καρλ."
"Αντίο, κύριε Ρενέ, τα λέμε από βδομάδα πάλι.", του είπε ο Καρλ σκουπίζοντας και τα τελευταία ποτήρια στον πάγκο.
Ο Ρενέ σηκώθηκε και περπάτησε μέχρι την σκηνή. Η μουσική του Στιβ είχε τελειώσει, το σαξόφωνο έλειπε, τα τραπέζια είχαν αδειάσει και στρωθεί με καθαρά βυσσινί τραπεζομάντιλα, έτοιμα για το επόμενο σόου. Κάθισε λίγο να κοιτάζει το πιάνο. Ξεφύλλισε δυο-τρεις φορές τις παρτιτούρες, ξεχώρισε δύο συγκεκριμένες, έκλεισε το καπάκι και τις υπόλοιπες τις παράτησε πάνω στο σκαμπό. Πέρασε στο πλάι, σήκωσε την φθαρμένη καφέ βαλίτσα που είχε παρατήσει 5 ώρες πριν εκεί και κίνησε προς την πόρτα. Το ρολόι έδειχνε 4 παρά κάτι. Ούτε τον ένοιαζε να προσέξει τα λεπτά άλλωστε. Με μια κίνηση έβγαλε τα κλειδιά και τα πέταξε πάνω στον μπάγκο του μπαρ.
"Κάρλ, θα κλειδώνεις εσύ από απόψε."
"Μάλιστα, κανένα πρόβλημα κύριε Ρενέ."
Βγήκε και κατηφόρισε προς τον σταθμό, κοιτάζοντας τις παρτιτούρες και μουρμουρίζοντας τη μελωδία κάπου στην φαντασία του.