πού πάμε; -πίσω και δυτικά
5:37:00 μ.μ.Σπάνιες οι φορές που είναι επιτακτική η ανάγκη να υπακούσεις στο πρώτο κουδούνισμα του ξυπνητηριού. Σήμερα ήταν. Δυστυχώς. Ένα τόσο όμορφ...
5:37:00 μ.μ.
Σπάνιες οι φορές που είναι επιτακτική η ανάγκη να υπακούσεις στο πρώτο κουδούνισμα του ξυπνητηριού. Σήμερα ήταν. Δυστυχώς. Ένα τόσο όμορφο Σάββατο –ένα Σάββατο βασικά, σκέτο- κι εγώ έπρεπε να προλάβω το τρένο να στείλω δέμα στην Αθήνα.. Για πότε σηκώθηκα, ετοιμάστηκα, πήρα το λεωφορείο, ούτε που το κατάλαβα!
Δεν ήθελα να φορέσω γυαλιά σήμερα. Ήθελα να δω τι λέει η πόλη χωρίς φίλτρο.
Ήταν η πρώτη φορά που συνειδητοποίησα πόσο άβολη είναι η στιγμή που σταματάει το λεωφορείο –στάση, φανάρια, ταξιτζής- και βρίσκεσαι αντιμέτωπος με ό, τι υπάρχει στην παρούσα φάση πίσω απ’ το τζάμι. Είναι η στιγμή που εσύ μένεις στατικός, σχεδόν γυμνός, και η ζωή απ’ έξω συνεχίζεται. Πότε ο μηχανόβιος που πάλι ξέχασε το κράνος, πότε το παιδί στο πίσω κάθισμα του διπλανού αμαξιού που φωνάζει «φτάνουμε;;», πότε αυτός ο κάποιος που ζητάει ελεημοσύνη, πότε κενό. Και είσαι εσύ που μέσα σου φωνάζεις
«Έλεος, προχωρήστε επιτέλους!»
Δεν αντέχουμε οι άνθρωποι την ‘έκθεση’ ε; είναι που δεν έχεις τίποτα να πεις.. Εγώ σήμερα το ένιωσα, ξέρεις. Μα τα αντανακλαστικά μου έδρασαν εγκαίρως και έσκασα ένα χαμόγελο στην κοπέλα που με κοίταζε απ’ το ταξί. Ικανοποιητικό.
«Ξέρεις τι σκέφτηκα; Να βυθιστώ για λίγο στο άγνωστο..»
Ήταν περίεργο το πρωινό, και είπα να ενδώσω στο μυστήριο του καιρού. Σταθμός-παράδοση-επιστροφή. Όχι, απ’ την συνηθισμένη διαδρομή. Δεν πήρα λεωφορείο.
«Ας το πάρω με τα πόδια να δω τι κρύβεται πίσω απ’ όλη αυτή την παρακμή»
Και έζησα για λίγο στον «δυτικό κόσμο» της Θεσσαλονίκης. Πόσο ειρωνικά προσδιοριστική φράση.. Μα εννοώ γεωγραφικά δυτικό. Άνθρωποι. Όλοι μαζί, και όλοι μόνοι. Άλλοι περπατούν σκυμμένοι σκεφτικοί, άλλοι σου κλείνουν το μάτι, άλλοι σε μικρά «παράνομα» καφενεία, πίνουν και ξεχνάνε. Και είναι κι εκείνοι που φωνάζουνε «ΔΟΥΛΕΙΑ», όχι δουλεία.. αυτό είναι 'προσόν' του «δυτικού κόσμου», εδώ δουλειά! Ένας μελαψός άνδρας σέρνει πίσω του ένα.. κάρο. Τον ακολουθεί το βλέμμα πρώτο, και το σώμα, ακολουθεί δειλά κι αυτό.
ομορφιά μπορεί να σου αποκαλυφθεί από ένα μικρό στενό της πόλης. Και είναι εκείνη η ομορφιά η διαφορετική, η ιδιαίτερη, που δεν μοιάζει διόλου με τα καθιερωμένα πρότυπα..
Την λέω «η Ομορφιά της Παρακμής» και την αγαπώ, ίσως λίγο περισσότερο απ’ την Άλλη.
«Αλήθεια, πού βρίσκομαι;»
Ξεχασμένα ξενοδοχεία, οι «πελάτες» τους, όμως, τριγύρω, σαν να περιμένουν τα εγκαίνια του ανακαινισμένου κτιρίου. Ελπίδες και αυταπάτες. «Με γυναίκες πας μανάρα μου;», κάποιος μου ψιθύρισε στ’ αυτί. Σαν να ‘ταν κάτι το αναμενόμενο, το φυσιολογικό, δεν υπήρξε αντίδραση από μέρους μου. Απλώς συνέχισα να περπατώ, και κοίταζα σαν την Αλίκη παλιές ακατανόητες πινακίδες και μεγαλεπήβολα κτίρια με σχέδια που γκρεμίστηκαν πρώτα απ’ αυτά.
«ΜΙΣΟΣ», γραμμένο σε τοίχο.
«Πώς μπόρεσες και το ‘γραψες; Εγώ ούτε να το προφέρω δεν μπορώ!»
..Δεν θέλω. Είναι αρρώστια! Τον καρκίνο τον λέω, τον συλλαβίζω. Είναι η «παλιαρρώστια» που λένε οι μερικοί, και δεν την αποδέχονται. Μα Αυτό.. γι’ Αυτό γιατί κανείς δεν βρήκε αντικαταστατή λέξη; Λαέ μου.. πώς το αποδέχεσαι; Είναι πιο άρρωστο από κάθε ιάσιμη και μη ασθένεια. Γιατί είναι σκοτάδι της ψυχής και του μυαλού. Και καλά το έγραψες Εσύ δίπλα σ’ αυτήν την πόρτα. Γιατί είναι κοινόβιο αυτό και είναι μυαλά που ζουν εκεί μέσα κλειδωμένα, και αυτό είναι το κουδούνι της οικείας τους. Έτσι, αμπαρωμένα πρόσωπα, συναισθηματικά και πνευματικά.
Δεν θέλω να κοιτάξω μέσα, γι’ αυτό τράβηξα μια φωτογραφία από μακριά.. γιατί το φοβάμαι αυτό το σκοτάδι. Δεν γλιτώνεις εύκολα απ’ Αυτό να το θυμάσαι. Είναι πιο δυνατό απ’ την Αγάπη, δυστυχώς. Και είδα τόσα, τόσους, άκουσα άλλα τόσα, και μόνο αυτός ο τοίχος με τρόμαξε πραγματικά.
Γυρίζω.
Γυρίζω.
Μα παίρνοντας τον δρόμο για το σπίτι, μου υποσχέθηκα τις μισές μέρες -ίσως και περισσότερες- να μην φοράω γυαλιά ηλίου.. για να βλέπω χωρίς φίλτρα την πραγματικότητα. Και κατάλαβα ότι εκεί, στων άλλων την «απαγορευμένη πλευρά», το γκέτο, εγώ ένιωθα ασφαλής μέσα στις ανασφάλειές μου.. Μα απομακρύνθηκα.
* Α, και ένας νεαρός που πούλαγε cd με ρώτησε τι ώρα είναι, και μου ‘πε «Καλημπέρα, κορίτσι!».
Ρε σεις.. χαμογελούν ακόμα οι άνθρωποι!