πάει καιρός
6:20:00 μ.μ.Πάει ήδη 4. Έκλεισε την μουσική. Τράβηξε ήρεμα την καρέκλα έξω και κάθησε. Με ακουμπησμένους τους αγκώνες στο τραπέζι και τα χέρια σταυρωμέν...
6:20:00 μ.μ.
Πάει ήδη 4.
Έκλεισε την μουσική. Τράβηξε ήρεμα την καρέκλα έξω και κάθησε. Με ακουμπησμένους τους αγκώνες στο τραπέζι και τα χέρια σταυρωμένα. Κοίταζε τα ποτήρια, τα πιάτα, τα χαρτιά, πεταμένες χαρτοπετσέτες, τους λεκέδες στο λευκό τραπεζομάντηλο.. κάτι τσόφλια από φυστίκια είχαν ξεφύγει από το τασάκι. Τα έσπρωξε ελαφρώς με το χέρι προς τα μέσα. Το χέρι της σταμάτησε στην βάση του ποτηριού. Το έπιασε με τα ακροδάχτυλα και το πέταξε στο πλάι. Ευτυχώς δεν είχε συμφωνήσει να βάλουν ταπετσαρία. Με την άκρη του ματιού της είδε τον τοίχο. Αυτό το ελαφρύ κόκκινο σημάδι απ'το κρασί που σχηματίστηκε της φαινόταν αρκετά ενδιαφέρον. Έπιασε το δίπλα ποτήρι, του νερού. Αυτή τη φορά το έπιασε γερά, με όλη της την παλάμη, έδωσε μία και το πέταξε κι αυτό απέναντι. Είχε μέσα κόκα-κόλα. Έπεσε ακριβώς πάνω από το ανοιχτό μπορντό του κρασιού. Έτσι όπως ακουμπούσε στην γροθιά του αριστερού χεριού της γύρισε ολόκληρη και κοίταξε. Ενδιαφέρον. Το σκούρο καφέ, σχεδόν μαύρο είχε τρέξει πάνω στο μπορντό του κρασιού. Ξαφνικά ένιωσε ότι η άρνησή του για την ταπετσαρία ήταν ό,τι καλύτερο της είχε προσφέρει. Άπλωσε λίγο παραπάνω το χέρι της και έπιασε ένα μικρό λευκό μπολ με κόκκινη σάλτσα. Την λάτρευε την κόκκινη σάλτσα. Μακαρόνια με κόκκινη σάλτσα ήταν το αγαπημένο του φαγητό. Το είχε συνηθίσει πριν γνωριστούν, δεν ήξερε να φτιάχνει και τίποτα άλλο. Έσκυψε το κεφάλι της από πάνω, έφτυσε μέσα, και με μια άγαρμπη κίνηση το μπολ βρέθηκε στο πάτωμα σε τέσσερα κομμάτια. Λερώθηκε λίγο το φόρεμά της στην άκρη. Αλλά χαλάλι, ο τοίχος τώρα είχε βαθύ κόκκινο. Κοίταξε και χαμογέλασε ελπίζοντας να σιχαθεί κάποτε τα μακαρόνια με την σάλτσα. Πήρε τις χαρτοπετσέτες και άρχιζε να τις σκίζει μία μία σε δεκάδες μικρά κομματάκια. Κάθε που τελείωνε από μία, πετούσε τα κομματάκια σαν χαρτοπόλεμο στον αέρα. Σκεφτόταν φωτογραφίες τους. Έβαζε με το μυαλό της εκδρομές, βράδια στην παραλία, βράδια στον καναπέ, μεθύσια, αγώνες στο γήπεδο, μεσημέρια με την οικεγένειά του, μεσημέρια με την μητέρα της. Μεσημέρια στο νησί με το αεράκι να μπαίνει στο δωμάτιο και να τους νανουρίζουν οι κουρτίνες χαϊδεύοντάς τους γλυκά τα πόδια. Όλες τις βάφτισε χαρτοπετσέτες. Πήρε το γυάλινο μπολ με το λαδολέμονο στα χέρια και σηκώθηκε με ιδιαίτερη ηρεμία. Στάθηκε μπροστά στον τοίχο. Έκανε δυο βήματα πίσω. Μετά άλλα δύο. Τέσσερα. Τέσσερα ήταν αρκετά. Άρχισε να τινάζει πιτσιλιές σε διάφορα σημεία του τοίχου με τα δάχτυλα. Γύρισε πίσω πήρε το μπουκάλι της μπύρας. Γύρισε μόνο το κεφάλι της στον τοίχο και το πέταξε στην αριστερή πλευρά. Αν ο τοίχος ήταν το κρεβάτι τους θα τον πετύχαινε. Αυτή ήταν η μεριά του. Περπάτησε λίγο και κάθησε ξανά στην καρέκλα. Έπιανε ένα ένα τα κουτιά απ'τα τσιγάρα να δει μπας και σταθεί τυχερή. Όντως, της είχε μείνει λίγη τύχη μαζί μ'ένα τσιγάρο σε ένα τσαλακωμένο μάλμπορο, κόκκινο κι αυτό. Το πήρε. Βρήκε και σπίρτα. Τα είχε αφήσει πάνω στο τραπέζι για τα κεράκια. Δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ άλλωστε. Έπαιρνε αργές δυνατές ρουφηξιές. Σηκώθηκε έπιασε τις δύο άκρες του τραπεζομάντηλου και το τίναξε ψηλά. Πιάτα, ποτήρια, φαγητά, αποτσίγαρα, αιωρούνταν για ένα δευτερόλεπτο. Όταν ακούστηκαν να αγγίζουν το πάτωμα συνόδευσε τα θρύψαλα με το πιο δυνατό γέλιο που ούτε φανταζόταν ότι έκρυβε μέσα της. Γύρισε λίγο κυκλικά πατώντας τα σπασμένα και στάθηκε πάλι απέναντι στον τοίχο. Είχε ακόμη το τσιγάρο στο στόμα της. Ακριβώς στο κέντρο το έσβησε με δύναμη. Το τσιγάρο έπεσε. Έμεινε μόνο αυτή η στρογγυλή μαύρη κυλίδα. Τις πήρε 4 λεπτά να την κοιτάζει για να βουρκώσει. Στο μαύρο, αυτό που την τρόμαζε πια ήταν ότι το είχε συνηθίσει. Περπάτησε ως το δωμάτιο. Γδύθηκε και έπεσε εξουθενωμένη στην δεξιά πλευρά του κρεβατιού. Ένιωσε να κρυώνει λίγο. Της είχε τραβήξει το σεντόνι. Δεν την ένοιαζε να κοιμηθεί άλλη μια φορά ξεσκέπαστη. Έκλεισε τα μάτια της, ενώ εκείνος είχε τις ωτοασπίδες, το σεντόνι και τα χρόνια της. Έπρεπε να σηκωθεί σε λίγο να καθαρίσει. Όπως κάθε βράδυ άλλωστε, δεν είχε καταλάβει τίποτα. Ούτε ότι είχαν χωρίσει καιρό τώρα. Αποκοιμήθηκε. Πάνε ήδη 4 χρόνια.