Το ημερολόγιο μιας παλιμπαιδούλας. Γύρος 3ος

*Η αρμονία της φύσης μπορεί να κατευνάσει την ταραχή της ψυχής* έτσι βρέθηκα για ένα τριήμερο στο χωριό. *Master REview*1,2,3,4,5,6,7.1,...



*Η αρμονία της φύσης μπορεί να κατευνάσει την ταραχή της ψυχής* έτσι βρέθηκα για ένα τριήμερο στο χωριό.
*Master REview*1,2,3,4,5,6,7.1,2,3...*
Η μυρωδιά του χώματος μετά την καλοκαιρινή μπόρα κυριολεκτικά με αφύπνισε.. Ένα βιβλίο συντροφιά μου, στο μικρό μπαλκόνι, αφημένο πάνω στο λευκό φερ-φορζέ τραπέζι.
«..εξακολουθεί να υπάρχει στην πρόσφατα χρωματισμένη
φαντασία των αθεράπευτα άρρωστων παιδιών.
Και ποιος από μας δεν είναι ένα αθεράπευτα άρρωστο παιδί;..»

..και έτσι άρχισαν να έρχονται στο μυαλό μου αναμνήσεις. Εικόνες, ξεχασμένες σαν σκονισμένες κορνίζες στο ράφι στο καθιστικό. Με κάθε αντικείμενο ξεδιπλώνεται και μία σκηνή.. σκηνές ασπρόμαυρες γυρισμένες σ’ άλλη εποχή.. παλιά.



Έπιασε ψύχρα, η κατάσταση απαιτεί ζακέτα. Στο πέρασμα απ’ την κουζίνα κοντοστάθηκα στο πετρογκάζ.. Είπα να ψήσω ένα καφεδάκι.. ελληνικό. Και ήρθε στο μυαλό μου η εικόνα του παππού μου να ψήνει ‘τούρκικο’ εκεί γύρω στις τέσσερις πριν πάει στο καφενείο για ‘κοντσίνα’, ουζάκι και μεζέδες, και η μυρωδιά να ξυπνά γλυκά τα δυο μικρά κορίτσια στο διπλανό δωμάτιο. Μελαχρινή φιγούρα, μινιόν άνθρωπος, καλοστεκούμενος και πάντοτε περιποιημένος.. με το κοστουμάκι του και το γιλέκο, άψογα συνδυασμένα.


Μια κλεφτή ματιά στο ράφι πάνω απ’ την κουζίνα μ’ έκανε να λησμονήσω το βάζο με τα ζαχαρωτά.. τόσο ψηλά και τόσο απαγορευμένο. Μάταια σηκωνόμουν στις μύτες των ποδιών.. Ζαχαρωτά ροζ, φιστικί, σομόν με γεύση τριαντάφυλλο, μέντα, ούζο.. Τόσα πολλά! Και μου ‘φτανε να ξέρω πως είναι εκεί πάνω και δεσπόζει αμαρτωλό! Ήταν τότε που η ελπίδα βρισκόταν στα πάντα και απλώς σου αρκούσε για να συνεχίσεις. Έτοιμος ο καφές.
Προχώρησα προς το καθιστικό να πάρω την ζακέτα μου απ’ τη βαλίτσα. Κοίτα να δεις.. πάνω στο τζάκι το παλιό μου βιου-μάστερ.. Ψαχούλεψα λίγο δεξιά – αριστερά σαν μικρό παιδί ξανά και βρήκα τις ‘ταινίες’. «Η Χιονάτη», «Ο Πινόκιο», «Η μικρή Γοργόνα». «Ο Χάνσελ και η Γκρέτελ».. ήταν όλοι εκεί… αν και λίγο.. σκονισμένοι ομολογώ! Με περίμεναν.. περίμεναν καρτερικά να ξαναπούν την ιστορία τους. Και κάθισα.. Κάθισα όλο το βράδυ και τους ‘άκουσα’… και ξανά και ξανά.. Το ξέχασα το βιβλίο αφημένο στο μπαλκόνι, θα κρύωσε κι ο καφές.. μέχρι που με πήρε ο ύπνος στο ντιβάνι με την πικεδένια κουβέρτα που είχα μικρή να με σκεπάζει μέχρι τους αστραγάλους.

(8 Ιουλίου 2010)

You Might Also Like

0 σημειώσεις

.

.