ιστορίες
σκέψεις σε παρένθεση*
radiotimes
μες τους καπνούς περίμεναν
1:17:00 π.μ.
Δεν ήξεραν πότε να περιμένουν.
Αυτό πάντα στοίχιζε τόσο πολύ και στους δύο. Δεν ήταν ότι δεν μπορούσαν, απλώς δεν ήξεραν. Δεν ήξεραν πότε να περιμένουν να πουν το πρώτο "σ'αγαπώ" και πότε το "τελειώσαμε". Οπότε τα έλεγαν όλα μαζί και χωριστά. Μπερδεύονταν οι φράσεις που αιωρούνταν στο μυαλό τους και έβγαιναν έτσι μπερδεμένες σαν κουβάρια απ'το στόμα τους. Μιλούσαν και έφτυναν πότε πότε για να φύγουν τα άσχημα από τα χείλη τους. Αλλά αποτέλεσμα δεν είχαν. Τέλειωναν οριστικά και αγαπιούνταν ταυτόχρονα, έκαναν έρωτα και έδειχναν την πόρτα ο ένας στον άλλον να πάει στο διάολο. Και ίσχυαν όλα μαζί, όπως ακριβώς τα βίωναν.
Όταν συναντιόνταν δεν άφηναν ποτέ τα μάτια τους να μιλήσουν, ήθελαν να τα πούν όλα οι ίδιοι. Έτρεμαν μήπως δεν προλάβουν να εκφράσουν όλες εκείνες τις σκέψεις εκατομμυρίων που περνούσαν σαν σίφουνες από το μυαλό τους κάθε δέκατο του δευτερολέπτου και ήλπιζαν ο χρόνος να διαιρεθεί σε χιλιάδες ώρες ανά ημέρα μήπως και κατάφερναν να δώσουν ένα εκατοστό από αυτό που ήθελαν ο ένας στον άλλον.
Και το έδιναν, αυτή ήταν η μαγεία. Ή μάλλον όχι, η μαγεία ήταν ότι ο άλλος ήταν πάντα έτοιμος και το έπαιρνε. Ρουφούσαν ο ένας τις λέξεις του άλλου, τις σκέψεις του, τα παρανοϊκά του σενάρια σαν να κρινόταν η ζωή του από το πόσα από αυτά θα θυμάται την επομένη. Και έτσι έλεγαν τα πάντα γρήγορα, μα όχι βιαστικά, απολαυστικά. Θα έλεγε κανείς αν τους έβλεπε μαζί ότι κινούσαν μια μηχανή με τις λέξεις τους. Την τροφοδοτούσαν με ενέργεια κι αυτή εκείνους.
Πόσο θα μπορούσε να κρατήσει όλο αυτό. Κάποιες μέρες, το αργότερο δυο τρεις βδομάδες. Έτσι εκδίωξαν ο ένας τον άλλον κι άρχισαν να ψάχνουν νερό να σβήσουν τις φωτιές και να εξαφανίσουν τους καπνούς που έβγαιναν από το κεφάλι τους τα βράδια. Και ευτυχώς, έλεγαν, υπάρχει πολύ νερό εκεί έξω. Και ζούσαν σαν κανονικοί άνθρωποι. Σαν να μην είχαν γνωριστεί ποτέ. Πίστεψαν ότι θα ευτυχούσαν και μακριά ο ένας απ'τον άλλον, με την ελπίδα και τον φόβο να μην ξανά γνωριστούν ποτέ.
Μετά έμαθαν να περιμένουν.
Κάθε φορά που βρίσκονταν τυχαία ήθελαν να αυτοκαταστραφούν για να κοιτάξει ο ένας τον άλλον. Σκέφτονταν να αυτοπυρποληθούν στην μέση της πλατείας, στην πρώτη σειρά του σινεμά ή στην αποβάθρα του μετρό στην μπλε γραμμή να πηδήξουν στις ράγες. Μα δεν το έκαναν ποτέ γιατί ο ένας περίμενε από τον άλλον την αρχή. Και ποτέ δεν ερχόταν η αρχή και ποτέ η συνέχεια. Μόνο μερικά βράδια που δεν είχαν τίποτα να πιουν εκτός από τις σελίδες των βιβλίων που κρατούσαν στα χέρια τους, ρουφούσαν τις λέξεις σαν γουλιές αλκοόλ και σχημάτιζαν στο μυαλό τους διαλόγους συνεχούς ύβρεως και συμπαράστασης.
Και οι φωτιές είχαν πια καταλαγιάσει και οι καπνοί ίσα που διακρίνονταν και μόνο από το έμπειρο μάτι του δουλεμένου μυαλού. Μα κανένα δουλεμένο μυαλό δεν τολμούσε να αναφερθεί σε τέτοιους καπνούς κι αποκαΐδια, γιατί ήξερε καλά ότι κάτι το δεδομένο δεν μπορεί να γίνει ποτέ υποθετικό, μόνο να χαθεί οριστικά.
Κι έτσι έμαθαν οι άνθρωποι να ζουν με τους καπνούς τους βράδυ και πρωι.
Αυτό πάντα στοίχιζε τόσο πολύ και στους δύο. Δεν ήταν ότι δεν μπορούσαν, απλώς δεν ήξεραν. Δεν ήξεραν πότε να περιμένουν να πουν το πρώτο "σ'αγαπώ" και πότε το "τελειώσαμε". Οπότε τα έλεγαν όλα μαζί και χωριστά. Μπερδεύονταν οι φράσεις που αιωρούνταν στο μυαλό τους και έβγαιναν έτσι μπερδεμένες σαν κουβάρια απ'το στόμα τους. Μιλούσαν και έφτυναν πότε πότε για να φύγουν τα άσχημα από τα χείλη τους. Αλλά αποτέλεσμα δεν είχαν. Τέλειωναν οριστικά και αγαπιούνταν ταυτόχρονα, έκαναν έρωτα και έδειχναν την πόρτα ο ένας στον άλλον να πάει στο διάολο. Και ίσχυαν όλα μαζί, όπως ακριβώς τα βίωναν.
Όταν συναντιόνταν δεν άφηναν ποτέ τα μάτια τους να μιλήσουν, ήθελαν να τα πούν όλα οι ίδιοι. Έτρεμαν μήπως δεν προλάβουν να εκφράσουν όλες εκείνες τις σκέψεις εκατομμυρίων που περνούσαν σαν σίφουνες από το μυαλό τους κάθε δέκατο του δευτερολέπτου και ήλπιζαν ο χρόνος να διαιρεθεί σε χιλιάδες ώρες ανά ημέρα μήπως και κατάφερναν να δώσουν ένα εκατοστό από αυτό που ήθελαν ο ένας στον άλλον.
Και το έδιναν, αυτή ήταν η μαγεία. Ή μάλλον όχι, η μαγεία ήταν ότι ο άλλος ήταν πάντα έτοιμος και το έπαιρνε. Ρουφούσαν ο ένας τις λέξεις του άλλου, τις σκέψεις του, τα παρανοϊκά του σενάρια σαν να κρινόταν η ζωή του από το πόσα από αυτά θα θυμάται την επομένη. Και έτσι έλεγαν τα πάντα γρήγορα, μα όχι βιαστικά, απολαυστικά. Θα έλεγε κανείς αν τους έβλεπε μαζί ότι κινούσαν μια μηχανή με τις λέξεις τους. Την τροφοδοτούσαν με ενέργεια κι αυτή εκείνους.
Πόσο θα μπορούσε να κρατήσει όλο αυτό. Κάποιες μέρες, το αργότερο δυο τρεις βδομάδες. Έτσι εκδίωξαν ο ένας τον άλλον κι άρχισαν να ψάχνουν νερό να σβήσουν τις φωτιές και να εξαφανίσουν τους καπνούς που έβγαιναν από το κεφάλι τους τα βράδια. Και ευτυχώς, έλεγαν, υπάρχει πολύ νερό εκεί έξω. Και ζούσαν σαν κανονικοί άνθρωποι. Σαν να μην είχαν γνωριστεί ποτέ. Πίστεψαν ότι θα ευτυχούσαν και μακριά ο ένας απ'τον άλλον, με την ελπίδα και τον φόβο να μην ξανά γνωριστούν ποτέ.
Μετά έμαθαν να περιμένουν.
Κάθε φορά που βρίσκονταν τυχαία ήθελαν να αυτοκαταστραφούν για να κοιτάξει ο ένας τον άλλον. Σκέφτονταν να αυτοπυρποληθούν στην μέση της πλατείας, στην πρώτη σειρά του σινεμά ή στην αποβάθρα του μετρό στην μπλε γραμμή να πηδήξουν στις ράγες. Μα δεν το έκαναν ποτέ γιατί ο ένας περίμενε από τον άλλον την αρχή. Και ποτέ δεν ερχόταν η αρχή και ποτέ η συνέχεια. Μόνο μερικά βράδια που δεν είχαν τίποτα να πιουν εκτός από τις σελίδες των βιβλίων που κρατούσαν στα χέρια τους, ρουφούσαν τις λέξεις σαν γουλιές αλκοόλ και σχημάτιζαν στο μυαλό τους διαλόγους συνεχούς ύβρεως και συμπαράστασης.
Και οι φωτιές είχαν πια καταλαγιάσει και οι καπνοί ίσα που διακρίνονταν και μόνο από το έμπειρο μάτι του δουλεμένου μυαλού. Μα κανένα δουλεμένο μυαλό δεν τολμούσε να αναφερθεί σε τέτοιους καπνούς κι αποκαΐδια, γιατί ήξερε καλά ότι κάτι το δεδομένο δεν μπορεί να γίνει ποτέ υποθετικό, μόνο να χαθεί οριστικά.
Κι έτσι έμαθαν οι άνθρωποι να ζουν με τους καπνούς τους βράδυ και πρωι.
2 σημειώσεις
Θα ήθελα να σε γνωρίσω, αλήθεια, αλλά φοβάμαι πως μετά θα σε απομυθοποιήσω.
ΑπάντησηΔιαγραφήΊσως διαβάζοντάς με να με ξέρεις ήδη..:)
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό βράδυ κ σ'ευχαριστώ
Ε.