η ανωνυμία δε βοήθησε
9:49:00 π.μ.Δεν περίμενα να σε δω εκεί. Δηλαδή δεν ξέρω αν δεν το περίμενα ή αν ήλπιζα σ’αυτό. Η μοναδική στιγμή που ησύχασα ήταν όταν είδα τον τόσο κόσμο. Ηρέμησα. Γαλήνεψα, γιατί σκέφτηκα πώς οι άνθρωποι χάνονται στην ανωνυμία. Και χάρηκα και είπα «Θεε μου ευτυχώς, δε θα ειδωθούμε ούτε απόψε!». Δεν ξέρω γιατί τρέμω ακόμα να σ' αντικρίσω. Ξέρω ότι δε θα έχουμε επαφή. Ξέρω ότι δεν πρόκειται να νιώσω το δέρμα σου επάνω στο δικό σου. Κάθε φορά που ένας περαστικός έπεφτε πάνω μου τρανταζόταν όλο μου το κορμί. Έτρεμα να κοιτάξω μήπως δω εσένα να γυρνάς την πλάτη και να φεύγεις αδιάφορος. Γιατί ξέρεις, τις μισώ τις επαναλήψεις. Δεν ήταν ότι δεν μπορούσα να αντιμετωπίσω τη στιγμή, τη στιγμή έμαθα να τη ρουφάω και να στέκομαι άξια απέναντί της. Το μετά φοβόμουν πάντα· μήπως δεν μπορώ να ζήσω άλλες στιγμές, μήπως συνεχίζω να κρεμιέμαι απ’αυτήν τη μία, μήπως τη θεοποιήσω και την εντάξω στην αιώνια σφαίρα των αναμνήσεων. Κι έτσι πρόσεχα τις κινήσεις μου, ήταν μετρημένες, ακίνδυνες. Και έβλεπα ότι τα κατάφερνα.
Το ότι ήρθα σίγουρα σημαίνει πολλά. Σίγουρα σημαίνει ότι μ’αρέσει ο κινηματογράφος. Αυτό δεν μπορείς να το αμφισβητήσεις. Είναι δύσκολο να με αμφισβητείς όταν σου μιλάω με γενικότητες. Έμαθα να αποφεύγω τα συγκεκριμένα για να μη σε βλάψω. Έμαθα να αγαπώ την ποίηση και να τη νιώθω στο πετσί μου· μαζί σου και χώρια σου. Μα ποτέ δε μ’άφησες να δω πέρα απ’το γενικό. Δε μ’άφηνες, κι εγώ δεν τολμούσα να στο ζητήσω μη και μ’αφήσεις.
Κοντεύει ενάμισης χρόνος. Αναρωτιέμαι πώς οι άνθρωποι αντέχουν να γυρνούν απλώς την πλάτη και να φεύγουν. Και ήμουν βέβαιη ότι έμεινες με την πλάτη γυρισμένη μέχρι να τελειώσει ο καπνός και το ουίσκι και τα μάτια να μη θέλουν να κοιτάζουν πια. Μα αναρωτιέμαι αλήθεια, πώς τα κατάφερνες όλους αυτούς τους μήνες και δε με αναζητούσες; Πώς τα κατάφερνες και δε με κοιτούσες στα μάτια; Κι εγώ μετά από καιρό σταμάτησα να το κάνω. Σταμάτησα να σε ψάχνω στα βιβλία, στις ταινίες, στα τραγούδια των χαραγμένων βινυλίων που άκουγα κάποιες βραδιές που το φεγγάρι ξεχνιόταν και μας άφηνε μόνο δέκα αστέρια φανερά στην πόλη. Και δε μ' ένοιαζε να μην ψάχνεις κι εσύ τότε, μου αρκούσε να σε βρω εγώ. Και σ’ έβρισκα παντού, αυτή είναι η αλήθεια, σ' έβλεπα να περνάς τον δρόμο από τη γωνία που πρωτο-βρεθήκαμε στο περίπτερο απέναντι, να καπνίζεις χωρίς σταματημό... Με κάθε κίνησή σου, όλες σου οι σκέψεις περνούσαν από τη φωτιά στον καπνό, από τη στάχτη στο τασάκι. Σ' έβρισκα να περπατάς και να κοιτάζεις τις γραμμές του πεζοδρομίου, αν είναι ίσιες ή λοξές, να λοξοδρομείς περίεργα μετά τις 3 τα μεσάνυχτα πηγαίνοντας από το ένα μπαρ στο άλλο και να μου λες να σε κρατήσω σφιχτά και να μη φύγω. Δεν έπρεπε να μάθω ότι με χρειάζεσαι. Είναι δυσβάσταχτο αυτό που άφησες να μου συμβεί· όλο σ’έβρισκα μα δε σ’αντάμωνα ποτέ.
Είχα ηρεμήσει πια. Κρατούσα μια χάρτινη κούπα καφέ. Η ζέστη ήταν αφόρητη, αλλά ήθελα να κυκλώνω κάτι με τα χέρια μου, να νιώθω τη ζεστασιά. Εξερευνούσα τον χώρο, ενώ αισθανόμουν ασφαλής. Γυρνώντας να δω την τεράστια στημένη οθόνη είδα εσένα ακριβώς στη μέση. Ο χρόνος πάγωσε, και εγώ προσπάθησα να μη σε κοιτάξω πάνω από 47,9 δευτερόλεπτα· 48 δευτερόλεπτα χρειάζεται ο ανθρώπινος εγκέφαλος για να συγκρατήσει μία φιγούρα. Ψιθύρισα ένα «άστο διάολο» και γύρισα από την άλλη. Όχι το κεφάλι μου, το σώμα μου ολόκληρο. Ήθελα να σου δείξω πώς μπορώ κι εγώ.
0 σημειώσεις