ξανά

Ξύπνησα απόψε πάλι ξημερώματα. Μέχρι και η Σάββυ με αγνοεί πλέον. Είχα αφήσει ανοιχτό το air condition. Κρύωσα λίγο και μπέδρεψα τις εποχ...


Ξύπνησα απόψε πάλι ξημερώματα. Μέχρι και η Σάββυ με αγνοεί πλέον. Είχα αφήσει ανοιχτό το air condition. Κρύωσα λίγο και μπέδρεψα τις εποχές. Νόμιζα πως ήμουν πάλι στην Πράγα και είχε μπει για τα καλά φθινόπωρο. Τα σεντόνια μου μύριζαν το αγαπημένο μου άρωμα από το μοβ γυάλινο μπουκάλι. Τα τράβηξα με μια απαλή κίνηση και σηκώθηκα. Πήρα τα κλειδιά από το καλάθι δίπλα στην είσοδο, ένα μισοτελειωμένο χθεσινό τσιγάρο, το κουτάκι με τα σπίρτα και ανέβηκα στην ταράτσα. Έκλεισα απαλά την πόρτα πίσω μου - όσο μπορούσα δηλαδή, γιατί αυτή η πόρτα, ξέρεις, η καινούρια μου, είναι παλιά και σιδερένια με τζάμι, και πάντα κάνει κρότο.

Θεέ μου, τι όμορφη που είναι η πόλη όταν είναι ήσυχη. Κάθισα στο τσιμέντο ακουμπώντας την πλάτη μου στο φρεσκοβαμμένο τοιχάκι του πλυσταριού. Άναψα το τσιγάρο. Δεν είχε ακόμα ξημερώσει· τα χρώματα ήταν τόσο ψυχρά όσο και θερμά κι ένα ελαφρύ αεράκι έφερνε τις πεσμένες τούφες από τον κότσο μου στα μάτια μου. Το άλσος φωτιζόταν αχνά, ο λόφος στα αριστερά μου, μα τα πιο όμορφα χρώματα τα είχαν οι γύρω ταράτσες. Απλωμένα ρούχα, γλάστρες με λουλούδια, ψησταριές, θερμοσίφωνες, τέντες... Σκέφτηκα πόσο μακριά ήμουν από σένα και πόσο από τη θάλασσα. Όχι και τόσο τελικά.

Είδα το ίδιο όνειρο κι απόψε - όσο πρόλαβα να κοιμηθώ - ότι είμαστε στο μπαλκόνι σου, ότι είμαστε κοντά, όχι δεν αγγιζόμαστε, δεν κοιταζόμαστε καν, δεν τολμάμε, μα αυτήν τη φορά δεν είμαστε μακριά, είμαστε απελπιστικά κοντά ο ένας στον άλλον. Κι όμως, τόσο κοντά, και δεν τολμώ να σε κοιτάξω. Συνηθίσαμε, λέει, την απόσταση, και αυτό που ξέρουμε να κάνουμε καλύτερα, αυτό επιλέγουμε. Είναι νύχτα και τα φώτα της πόλης είναι πιο φωτεινά από ποτέ, αλλά μακρινά. Εγώ, που ονειρευόμουν να βρίσκομαι σ' αυτό το μπαλκόνι κάθε βράδυ, τώρα βρίσκομαι ακριβώς εκεί κοιτώντας απέναντι και ονειρεύομαι πως πετώ ψηλά και φτάνω στα φώτα, μακριά. Κι εσύ, που ονειρευόσουν να είσαι εδώ, δεν ονειρεύεσαι πια τίποτα.

Δεν με κάλεσες, απλώς έτυχε να βρίσκομαι εκεί· στο δικό σου μπαλκόνι, τα ξημερώματα και να ονειρεύομαι άλλη μία έξοδο. Ξαφνικά, ήρθες πολύ κοντά μου, ένιωσα την παρουσία σου να πλησιάζει και έκλεισα τα μάτια. Μου ψιθύρισες "είδες, πάντα φεύγεις, εσύ". Σαν να μην έφτανε αυτό μ' έπιασες από τους ώμους και μύρισες τον σβέρκο μου. Ήταν εκείνη ακριβώς η στιγμή, περισσότερο από ποτέ, που ήθελα να πετάξω. Μ' ένα σάλτο ανέβηκα στα κάγκελα, ισορρόπησα με δεξιοτεχνία, έκανα ένα βήμα και πήδηξα στο κενό. Από τους επτά ορόφους έπεσα στο κενό, μα χίλια κομμάτια δεν έγινα. Βρέθηκα ξαφνικά να ανεβαίνω τα σκαλοπάτια ενός σταθμού μετρό. Σκούρο, βρόμικο τσιμέντο, χιλιοπατημένο, και η φασαρία να γίνεται όλο και πιο έντονη, κορναρίσματα, φωνές, βήματα... Ανέβηκα στο φως ενστικτωδώς αναζητώντας την έξοδο. Η αντανάκλαση του ήλιου στα τζάμια ενός κτιρίου έπεσε πάνω μου σαν αστραπή και με τύφλωσε. Έβαλα αντανακλαστικά το χέρι μου μπροστά στα μάτια μου. Βγήκα στον δρόμο και σταμάτησα μία γυναίκα με καφέ δερμάτινη τσάντα και τη ρώτησα που βρίσκομαι. Με κοίταξε κουνώντας το κεφάλι της δεξιά κι αριστερά· έδειξε να μην με καταλαβαίνει. Έφυγε κατεβαίνοντας γρήγορα τις σκάλες. Βιαζόταν. Εγώ, όμως, που βρέθηκα; Που πήγαινα;

Άρχισα να περπατώ σ' αυτήν την άγνωστη πόλη. Οι άνθρωποι ήταν ψηλοί και μάλλον χαρούμενοι. Ένα ωραίο καφέ με έκανε να σταματήσω για λίγο, κι ένα βιβλιοπωλείο παραπέρα με μία υπέροχη βιτρίνα με παλιές εκδόσεις για λίγο περισσότερο. Στάθηκα και διάβασα τους τίτλους· ήταν τρεις σειρές αραδιασμένα τα αγαπημένα μου βιβλία. Μα καλά, πώς έγινε αυτό! Προχώρησα παρακάτω, οι δρόμοι δεν έγραφαν πουθενά τις οδούς. Έστριψα σε ένα στενό και ένα ανθοπωλείο γεμάτο γαρδένιες και βασιλικούς με ξάφνιασε. Η πόρτα του ήταν στολισμένη με γιασεμί που έκανε όλο το τετράγωνο να μοσχοβολάει. Πέρασα απαλά το χέρι μου πάνω από έναν πλατύφυλλο βασιλικό, τράβηξα μια ρουφηξιά με κλειστά μάτια και συνέχισα να περπατάω. Τώρα μπροστά μου ήταν μια πλατεία, πιο ήσυχη. Ένα μεγάλο δέντρο στο πλάι και από κάτω μαύρες σιδερένιες καρεκλίτσες και τετράγωνα τραπεζάκια. Ένας κύριος καθισμένος διάβαζε μία εφημερίδα και μία κυρία πιο δίπλα με κίτρινο φουστάνι έπινε καφέ και χάιδευε μια γατούλα που τριβόταν στα πόδια της. Παρατήρησα τις πόρτες των γύρω σπιτιών, τα χρώματα μπλε, βυσσινί, μαύρο, κίτρινο. Προχώρησα λίγο παρακάτω και μετά λίγο παρακάτω... Έφτασα σε μία ήσυχη γειτονιά, όμορφα σπίτια, μικρά κηπάκια με λουλούδια, παρκαρισμένα αυτοκίνητα και λευκά γραμματοκιβώτια στις εισόδους. Καθώς περπατούσα, σε κάθε βήμα μου άκουγα κάτι να κουδουνίζει. Έπιασα τις τσέπες του τζιν μου, ήταν κενές. Φορούσα σακίδιο; Το έφερα μπροστά, άνοιξα το φερμουάρ και βρήκα μέσα ένα μπλε τετράδιο, ένα πορτοφόλι, σκυλομπισκότα σπασμένα σε ένα σακουλάκι, μία φωτογραφική μηχανή, κι ένα κόκκινο μπρελόκ με ένα κίτρινο κουδουνάκι κρεμασμένο και 3 κλειδιά, το ένα αυτοκινήτου. Ήταν δικό μου. Στο επόμενο στενό ήταν παρκαρισμένο ένα κόκκινο Sprinter με μισάνοιχτο παράθυρο. Άκουσα ένα σκυλί να γαβγίζει, αλλά... μισό λεπτό... Σάββυ; Η μουσουδίτσα της ξεμύτισε από το μισάνοιχτο παράθυρο. Έφτασα στην πόρτα τρέχοντας, έβαλα το κλειδί γρήγορα στην πόρτα, άνοιξα το van και η Σάββυ έπεσε πάνω μου κουνώντας την ουρά της σαν τρελή. Ενώ προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω που βρίσκομαι, είδα φωτογραφίες στους τοίχους που διηγούνταν μια ιστορία, τη δική μου.

"Που είσαι κορίτσι μου;", της είπα με βουρκωμένα μάτια.
"Εσύ που είσαι τόση ώρα ρε μαμά;". Το σκυλί μου μιλούσε!

Πείστηκα τότε όσο ποτέ, ότι το ότι έπεσα από το μπαλκόνι σου εκείνο το βράδυ, ήταν ό,τι καλύτερο μου είχε συμβεί. Επιτέλους, είχα μάθει πια να ζω.

You Might Also Like

0 σημειώσεις

.

.