αλλάζουν οι άνθρωποι και χάνονται
3:37:00 μ.μ.Και φτάνεις στο σημείο που δεν θες το ένα, δεν θες το άλλο «Ε, τότε τι θες;» «Δεν ξέρω καθόλου..» Είναι εκεί που λέμε στον άλλο...
3:37:00 μ.μ.
Και φτάνεις στο σημείο που δεν θες το ένα, δεν θες το άλλο
«Ε, τότε τι θες;»
«Δεν ξέρω καθόλου..»
Είναι εκεί που λέμε στον άλλον «Άλλαξε!» επιτακτικά, με θαυμαστικό στο τέλος και «δεν σε θέλω έτσι», μην κάνεις αυτό, μην κάνεις εκείνο, «δεν μ’αρέσεις έτσι, δεν σε μπορώ». Και συγκεντρώνουμε όλα τα «δεν θέλω» στο κεφάλι μας και όταν έρχεται η ερώτηση «Πώς στο διάολο με θες;» έρχεται και μια σιωπή. Ειλικρινά, δεν ξέρω. Τι να απαντήσω όταν δεν ξέρω; Τίποτα. Μου βγαίνει ένα «πάντως όχι ΕΤΣΙ!» και δεν είναι ικανοποιητικό για τον άλλον. Ούτε για μένα είναι. Αλλά λέω αλήθεια! Δεν ξέρω, ιδέα δεν έχω. Γιατί έπιασαν όλο το χώρο τα όσα δεν θέλω και ξέχασα ν’αφήσω λίγο για τα θέλω.
«Εγώ θα άλλαζα όλα όσα δεν θες να βλέπεις σε μένα. Αλλά πρέπει να βρω να τα αντικαταστήσω με κάτι. Κάτι καλύτερο για σένα, καλύτερο και για μένα. Αλλιώς θα νιώθω κενός.»
Μα όταν δεν έχεις να προτείνεις ‘κάτι’ η κατάληξη είναι μία, μοναδική και πάντα ίδια. Η αλλαγή γίνεται, με αντικατάσταση, αλλά στην προσπάθεια να φτάσει στο «καλύτερο» προσεγγίζει τα πιο μακρινά όρια του «χειρότερου». Και κάθεσαι και αναρωτιέσαι φωναχτά..
«Πώς γίνεται; Αφού σου το είπα! Ήμουν ειλικρινής όπως μου ζήτησες! Σου εξήγησα τι με πειράζει. Και είπες θ’άλλαζες!»
«Μα άλλαξα! Αλήθεια σου λέω!», και το ειρωνικό είναι ότι όλα τα «αλήθεια σου λέω» είναι πέρα για πέρα αληθινά, αλλά μερικές φορές η αλήθεια δεν είναι αρκετή για να αιτιολογήσει πλήρως και ικανοποιητικά την πραγματικότητα.
«Εγώ ήθελα να είναι όλα τέλεια! Γι’αυτό ήμουν όπως μου είπες, ειλικρινής και σου έδειχνα τα πάντα! Κάθε φορά!»
«Εγώ σε άκουγα πάντα και σου έλεγα θ’αλλάξω κι άλλαζα!»
Και κάπου εκεί συνειδητοποιείς ότι η μπάλα έχει χαθεί. Γιατί στην προσπάθεια να συμπέσουν οι δύο, ο ένας δέχτηκε ν’ακολουθήσει τον άλλον, ν’αλλάξει πορεία ο ένας για χάρη του άλλου. Και κάθισε ο ένας και του ‘δεσε τα μάτια ο άλλος και είπαν ο ένας στον άλλον
«Τώρα άλλαξε πορεία!»
Και νόμιζε ο ένας ότι πάει δεξιά, για να τον συναντήσει, μα πήγαινε αριστερά γιατί δεν έβλεπε. Και ο άλλος ήταν τόσο προσηλωμένος να πάει δεξιά να τον πιάσει που δεν έβγαλε μια φορά το μαντήλι να τον κοιτάξει ή να του κρατήσει το χέρι.
Μόνο του είπε
«Δεν άλλαξες πορεία! Δεν σε βλέπω!»
«Μα αλήθεια σου λέω άλλαξα, έρχομαι!»
«Δεν έρχεσαι, δεν σε βλέπω, αλήθεια σου λέω!»
Και έτσι λέγανε με το μαντήλι στα μάτια μέχρι που δεν άκουγαν πια ο ένας τον άλλον.
Και χάθηκαν, γιατί έκαναν τα σωστά πράγματα χωριστά.