ο ήλιος δύει
9:49:00 μ.μ.Έχω περπατήσει σε τόσα χώματα διαφορετικά και ίδια, έχω δει χώρες άλλες από αυτές που ήξερα, έχω αγκαλιάσει νέους ανθρώπους και έχω διώξ...
9:49:00 μ.μ.
Έχω περπατήσει σε τόσα χώματα διαφορετικά και ίδια, έχω δει χώρες άλλες από αυτές που ήξερα, έχω αγκαλιάσει νέους ανθρώπους και έχω διώξει κάποιους, μ' έχουν διώξει άλλοι. Τόσα πράγματα αλλάξανε κι εγώ μαζί τους, μα δεν έχουν λειανθεί ακόμα τα σημάδια από τη ζωή που ζήσαμε μαζί. Σα να μη θέλουν να καλυφθούν πλήρως οι ουλές, σα να μη θέλω να τις διώξω. Και δε θέλω να σε διώξω, το ξέρω πια, θέλω μονάχα να μάθω αν μ' έδιωξες εσύ. Θέλω να μάθω αν τα δικά σου σημάδια είναι εκεί, αν έμαθες να ζεις μ' αυτά, πέρα απ' αυτά, αν έσβησαν για πάντα.
Η ζωή τα φέρνει έτσι ώστε άνθρωποι να συναντιούνται ξανά και ξανά. Κι εμάς η ζωή μάς τα 'φερε αλλιώς, εντελώς αλλιώς, έτσι που δε συναντηθήκαμε ποτέ ξανά. Και κάποιες μέρες αναρωτιέμαι σε μια σταλιά γη πώς δε βρεθήκαμε πάλι, μια φορά ακόμη θα αρκούσε. Και κάποιες από τις νύχτες που έχουν έρθει αναρωτιέμαι αν με νιώθεις τόσο δίπλα σου όσο σε νιώθω εγώ κοντά μου.
Βρεθήκαμε για να σώσουμε ο ένας τον άλλον, έτσι πιστέψαμε και καταλήξαμε να τρέχουμε μακριά ο ένας απ' τον άλλον για να βρούμε σωτηρία. Πώς μπορεί να καταστρέψει ένας έρωτας τα υποκείμενά του, όταν και τα δυο ζουν μέσα σ' αυτόν, όταν και οι δυο άνθρωποι ζουν από αυτόν; Είχαμε τροφή τα συναισθήματά μας, επιβιώναμε με αυτά και ζούσαμε με γνώμονα αυτά.
Στέκομαι στη βεράντα. Είναι εξαιρετικά δύσκολο κάποιες φορές να αναπνεύσεις όταν σε κατακλύζει η σκέψη ενός ανθρώπου, εκείνου του ανθρώπου που πλέον είναι απών. Η αναπνοή μου γίνεται πιο βαριά, πιο δύσκολη. Προσπαθώ να ελέγξω τον ρυθμό της, να ρυθμίσω τις ανάσες μου, να απωθήσω τις αναμνήσεις. Η νοσταλγία είναι μία βαριά ασθένεια με την οποία παλεύω από τη μέρα που έφυγες - από τη νύχτα που έφυγα κι εγώ.
Ενώ δύει ο ήλιος βλέπω τα μάτια σου, βλέπω τα χείλη σου να μου χαμογελούν. Στο βασίλειο του παραλόγου έχω συνδέσει το πρόσωπό σου με τον ήλιο, όταν ανατέλλει κι όταν δύει, ενώ η ζωή που ζήσαμε μαζί ήταν πιο πολύ καλυμμένη από σκοτάδι. Κλείνω τα μάτια μου πια χωρίς να αντέχω.
Ο ήλιος δύει, δεν περιμένει λεπτό. Δεν τον προλαβαίνω. Ο χρόνος τρέχει και είμαστε μακριά, ο ήλιος συνεχίζει να δύει και να ανατέλλει με τον ίδιο ρυθμό, με εμένα να προσπαθώ να ρυθμίσω την αναπνοή μου κάθε φορά που στέκομαι απέναντί του. Και αναρωτιέμαι, πότε ο οργανισμός μαθαίνει τελικά να ζει χωρίς αυτό που κάποτε βάφτιζε οξυγόνο. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να τρέξω. Και αυτό κάνω. Φεύγω μακριά, από το κρεβάτι μου, από το σπίτι μου, από το μέρος που βρεθήκαμε πρώτη φορά, από το μέρος που χωρίσαμε, από το μπλε της θάλασσας, από το πράσινο του ελάτου. Και ενώ τρέχω να σωθώ από σένα, πνίγομαι στη θάλασσα, χάνομαι σε ένα δάσος από έλατα, με πλακώνουν οι τοίχοι, βουλιάζω στο κρεβάτι...
Τρέχω να σωθώ από σένα και χώνομαι πιο βαθιά στην αγκαλιά σου. Κι έρχονται τα βράδια που πιστεύω τόσο βαθιά ότι αν τελικά αφεθώ στη σκέψη σου, ίσως σε κάποια ανατολή να έχω σωθεί από σένα οριστικά.
Εσύ πώς σώθηκες άραγε από 'μένα...