κιθάρα χωρίς Ρεύμα

Έπιασε την κιθάρα. Δεν ήξερε πώς να της φερθεί τι να την κάνει. Κάθισε στην καρέκλα. Δεν έτρεμε, είχε παγώσει απλώς. Προσπάθησε να ξεκινή...


Έπιασε την κιθάρα. Δεν ήξερε πώς να της φερθεί τι να την κάνει.
Κάθισε στην καρέκλα. Δεν έτρεμε, είχε παγώσει απλώς.
Προσπάθησε να ξεκινήσει να παίζει. Την χάιδεψε. Μόνο αυτό κατάφερε να κάνει, να της προσφέρει ένα χάδι. Και τι γλυκό χάδι, αν το έβλεπες θα έτρεμες κι εσύ!
Δεν μπορούσε να παίξει, δεν μπορούσε. Του έλειπε κάτι.
Έμεινε εκεί παγωμένος να κοιτάζει τα χέρια του για λίγα λεπτά. Μετά συνειδητοποίησε τι του έλειπε.. το Ρεύμα. Σήκωσε τα μάτια του και κοίταξε μπροστά. Δεν έβλεπε, τα φώτα τον τύφλωναν. Και τι μ'αυτό; το Φως στο φως το ξεχωρίζεις άμα ξέρεις! Πώς να παίξει χωρίς Ρεύμα; Αλήθεια πώς πήγαιναν οι συγχορδίες; Λα ντο ρε, μετά η φα μετά η λα μινόρε πάλι και μετά..

Κάτι θυμόταν σιγά-σιγά.

Προσπάθησε να κουνήσει τα χέρια του. Δεν τα κατάφερε. Ίσως τελικά να ήταν η βραδιά που θα κουνούσε μόνο το κεφάλι του πάνω κάτω ή δεξιά αριστερά. Το μισούσε αυτό. Το κατέκρινε. Δεν του αρκούσε ποτέ ένα νεύμα. Δεν έμενε ποτέ σε ένα νεύμα ή μία χειρονομία. Ήταν πάντα δυο νεύματα και δέκα λόγια, ή μια χειρονομία και ένα κομμάτι χαρτί με τέσσερις αράδες λέξεις, ή ένα φιλί και ένα τραγούδι ψιθυριστά. Δεν του αρκούσε το Ένα. Δεν του άρεσε να τελειώνει η όποια κίνηση σε μονό αριθμό. Τον απωθούσαν οι άνθρωποι που συμπεριφέρονταν έτσι, χαοτικά, τους θεωρούσε διασπώμενους.

Σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε πάλι απέναντι, μετά την κιθάρα. Του έλειπε το Ρεύμα, αυτό ήταν.

Χάιδεψε πάλι τις χορδές στο πλάι. Μία ήταν λίγο χαλαρή. Μα πώς είχε ξεχάσει να κουρδίσει την κιθάρα μία τέτοια βραδιά! Θυμήθηκε τον Καρυωτάκη. Τι είχε κάνει άραγε εκείνος όταν αντίκρισε τις ξεχαρβαλωμένες κιθάρες; Προσπάθησε να θυμηθεί για λίγο, για δευτερόλεπτα δηλαδή, αλλά αφαιρέθηκε πάλι. Θυμήθηκε το Φεγγάρι. Είχε δει το Φεγγάρι έξω από το παράθυρο περιμένοντας προηγουμένως, ήταν κομμένο ακριβώς στη μέση! Ύποπτο. Αυτό πρόδιδε την ασυμμετρία της βραδιάς. Έτσι, πίστευε. Τίποτα δεν είναι τόσο ξεκάθαρο όσο φαίνεται. Αντιθέτως, ξέρετε, έλεγε ότι όσο πιο ξεκάθαρο, τόσο πιο βουτηγμένο στα σκατά. Όχι, όχι μόνο το Φεγγάρι! Τα πάντα! Το οτιδήποτε! Τα ρούχα, τα λουλούδια, τα βιβλία και τα τραγούδια, οι άνθρωποι, ακόμα και οι κούπες του καφέ.

Δεν ακουγόταν τίποτα. Περίεργο δεν ήταν αυτό; Αναρωτήθηκε γιατί δεν σχολιαζόταν τίποτα. Ήταν παγωμένος κοντά δυο ώρες. Γύρισε και κοίταξε πίσω του. Ο Τοίχος φαινόταν κι αυτός ύποπτος. Ανοιγόκλεισε τα μάτια, σαν να του έκανε σήμα να πέσει, σαν να μην τον χρειαζόταν πια. Γύρισε μπροστά. Πήρε μια βαθιά ανάσα και αποφάσισε. Έπρεπε να πάρει μια απόφαση, αυτό αποφάσισε. Ρεύμα δεν υπήρχε πουθενά, ξανακοίταξε ευθεία και το επιβεβαίωσε. Λοξοκοίταξε να βεβαιωθεί και για το Φεγγάρι. Η μόνη ελπίδα ήταν να περάσει κάποιο έντομο και να τον πάρει μαζί. Μα ποιες οι πιθανότητες να το κάνει; Ο καθένας θέλει την ησυχία του.

Τι είπες; Κοίταξε πίσω απότομα. Δεν του μίλαγε ο Τοίχος. Δεν γίνεται. Άκουσε γυναικεία φωνή. Οι τοίχοι δεν μπορεί να είναι γυναίκες! Είναι γκρι και τραχείς, παγωμένοι και σχεδόν πάντα άσχημοι. Δεν πήρε απάντηση και γύρισε μπροστά. Τα φώτα δυνάμωναν. Άρχισε να ζεσταίνεται. Προσπαθούσε να καταλάβει τι τρέχει. Να περιγράψει τι νιώθει, να βρει την κατάλληλη λέξη..

Παραρλάμα. Που το είχε διαβάσει πάλι αυτό; Ούτε που θυμόταν. Του άρεσε σαν λέξη. Προσπάθησε να βρει κάτι άλλο από το φανταστικό λεξικό που είχε σε στιγμές κρίσεως.

Ερμάριο. Τι σήμαινε αυτό; Πού το είχε ακούσει; Έπρεπε να βρει κι άλλες. Έπρεπε.

Χειμωνανθός. Ποιο είναι αυτό το λουλούδι; Ορκίστηκε ότι δεν το είχε αντικρίσει ποτέ του.

Κούλουμα. Αυτό είναι κάτι σχετικό με την παράδοση. Ίσως μικρός το ήξερε καλύτερα. Δεν θυμόταν. Μήπως έχει σχέση με την θρησκεία; Και πώς το θυμόταν; Αφού δεν πιστεύει σε τέτοια.. Και μετά του έρχονταν κι άλλες, κι άλλες πολλές, και ακόμα περισσότερες λέξεις που αγνοούσε τη σημασία τους.
Είχε σχηματιστεί ένα ελαφρύ χαμόγελο άγνοιας στο πρόσωπό του. Αν παρατηρούσες τον τρόπο που είχαν καθίσει τα φρύδια του στο μέτωπό του θα το καταλάβαινες. Και είχε τόσο καθαρό μέτωπο! Σίγουρα θα το καταλάβαινες.

Ήθελε να φύγει τρέχοντας να πάει να βρει Ρεύμα. Δεν γινόταν τίποτα πια χωρίς Ρεύμα.

Μία μαύρη φιγούρα εμφανίσθηκε στο πλάι του. Σχεδόν την αναγνώρισε. Η φιγούρα πάντως τον ήξερε σίγουρα.

Ξέρεις, γύρισε και είπε, θυμάμαι χίλιες λέξεις χωρίς να ξέρω καν τη σημασία τους, μα τις θυμάμαι, ξέρω και να τις συλλαβίζω, και να τις γράφω με κλειστά μάτια, χωρίς να έχω την παραμικρή ιδέα τι σημαίνουν, πώς χρησιμοποιούνται και από ποιον! Μα αυτή η μία λέξη που αναζητώ εδώ και ώρες δεν υπάρχει πουθενά.
Ξέρετε κύριε, είναι φυσικό. Όταν βρίσκεστε ανάμεσα σε πολλά το Ένα που απουσιάζει θα είναι αυτό που θα κεντρίσει την προσοχή. Και τώρα, παρακαλώ, παίξτε.

Μα μου λείπει το Ρεύμα! Δεν έχω Ρεύμα!
Μα δεν παίξατε ποτέ με ρεύμα..

Τα φρύδια του άλλαξαν σχηματισμό. Σκεφτόταν τι εννοούσε ο νεαρός, προσπαθούσε να κατανοήσει τα λόγια του και εκπλιπαρούσε τον εαυτό του να ξεφύγει απ'αυτό το "όταν".
Ενώ είχαν ήδη αρχίσει να ακούγονται τα πρώτα ακόρντα άρχισε να συλλαβίζει ένα όνομα από άλφα.

You Might Also Like

1 σημειώσεις

.

.