Εθίζεσθαι Ι
11:47:00 μ.μ."Ο εθισμός είναι δύσκολος στην διαχείριση. Ευτυχώς δεν τον γνωρίζω." Έτσι έλεγε πάντοτε. Δεν την ένοιαζε κιόλας, δεν είχε λόγο ν...
11:47:00 μ.μ.
"Ο εθισμός είναι δύσκολος στην διαχείριση. Ευτυχώς δεν τον γνωρίζω."
Έτσι έλεγε πάντοτε. Δεν την ένοιαζε κιόλας, δεν είχε λόγο να την νοίαζει. Εθίζεσαι όταν θέλεις να ξεφύγεις από κάτι. Για να ξεκολλήσεις από κάτι.. Τότε κολλάς σε κάτι άλλο. Ο εθισμός είναι η συνέχεια ενός προηγούμενου εθισμού που πνέει τα λοίσθια.
"Μην γίνεσαι γελοίος Πολ, γλυκιέ μου. Είμαι η Ντάνυ, με ξέρεις. Ετών 32 και με ίχνος εξάρτησης να επιδρά στον οργανισμό μου."
Δεν τον βοηθούσε να ξεφύγει. Ήταν χρόνια αλκοολικός. Είχε μείνει λείψανο. Τον αγαπούσε, έλεγε. Ήταν κάτι σαν προστατευόμενο σκυλί γι'αυτήν, προτιμούσε να τον αποκαλεί "γατί" η ίδια. Έτσι του προσέδιδε μία ανεξαρτησία- οι γάτες είναι ανεξάρτητες όλοι το ξέρουν αυτό. Είχαν κάτι σαν αδερφική σχέση, απλώς κάνανε έρωτα μια φορά τον μήνα, ίσως και σπανιότερα, για να νιώθει εκείνη ότι ερωτοτροπεί κι εκείνος ότι αγαπιέται.
Δεν την ένοιαζαν οι έρωτες. Είχε βγάλει τα λεφτά της, διαχειριζόταν τα χρέη των άλλων, πάντα από απόσταση. Δεν ερχόταν ποτέ σε επαφή με τον υπόχρεο. "Δεν χρειάζεται", υποστήριζε, "η δυναμική του να χειρίζεσαι τις τραγωδίες των άλλων από απόσταση σε κάνουν να μπορείς να θαυματουργήσεις!" και γελούσε ως "Η Θαυματοποιός" όπως αποκαλούσε τον εαυτό της μ'αυτό το χαρακτηριστικό βαθύ γέλιο της που ανάβλυζε από τα κατακόκκινα χείλη της.
Ο Πολ ήξερε για την σχέση της με την απόσταση. Μια φορά που είχε πιει αρκετά για να επικοινωνήσει και όχι αρκετά για να ταξιδέψει της είχε πει:
"Δεν πέφτεις Νταν, μη φοβάσαι, αγκάλιασέ με."
"Μην γίνεσαι γελοίος Πολ, φυσικά και δεν πέφτω!", και τον αγκάλιασε αφήνοντας τα χέρια της να πέσουν ανάλαφρα πίσω από την πλάτη του. Μα είχε καθρέφτη μπρος και πίσω και ο Πολ κατάφερε να δει μια θλίψη στα μάτια της. Ό,τι πρόλαβε να διακρίνει ήταν αυτή η υποψία θλίψης και αγωνίας στο χαμένο βλέμμα της Ντάνυ.
Ήταν Αύγουστος όταν μπήκε στο γραφείο της με τσαμπουκάδες ένας τύπος. Είχε χτυπήσει τον φύλακα είχε αγνοήσει τη γραμματεία.. Άνοιξε την πόρτα και την έκλεισε με βρόντο πίσω του, ενώ καθόταν ήδη στην καρέκλα μπροστά απ'το γραφείο της Ντάνυ. Εκείνη ατάραχη, όπως πάντα άλλωστε, του έριξε μία γρήγορη ματιά από πάνω μέχρι κάτω. Ήταν ο τύπος -πατημένα 45- με γκρίζους κροτάφους, στρογγυλά μυωπικά γυαλιά, ένα λευκό πουκάμισο με γυρισμένα μανίκια, που μόλις είχε πετάξει έναν φάκελο στο γραφείο της και άναβε την πίπα του. Τον κοίταξε.
"Μου επιτρέπετε..", είπε ενώ την κοίταξε με ελαφρύ χαμόγελο.
"Ξέρετε, υπάρχει κάτι πιο απαγορευτικό από το κάπνισμα σ'αυτόν τον χώρο."
"Αλήθεια; Ποιο;"
"Οι επισκέψεις", αποκρίθηκε η Ντάνυ σταυρώνοντας τα χέρια με ακουμπισμένους τους αγκώνες στο δερμάτινο ντοσιέ της.
"Υπέροχα, δεν θα αποχωριζόμουν ποτέ την πίπα μου!"
Πήγε να της ξεφύγει ένα χαμόγελο, αλλά το συγκράτησε.
"Καφέ;"
"Δεν πίνω."
"Ωραία τότε. Λοιπόν.."
"Ρενέ Γουίλφερ. Άκου με..", ξεκίνησε να της περιγράφει την κατάσταση.
Είχε περάσει μια-μιση ώρα, ο Ρενέ είχε φτάσει σχεδόν στη μέση, η Ντάνυ είχε χαμογελάσει 4 φορές, είχε κιόλας αρχίσει να ανέχεται το άρωμα του καμένου καπνού της πίπας, ενώ είχε παραβεί ήδη το κύριο απαγορευτικό της.. την προσωπική επαφή.
Δήλωνε "Συγγραφέας του Κόσμου".
"Και τί γράφεις;"
"Για τον κόσμο."
"Ταξιδεύεις δηλαδή."
"Όχι βέβαια, δεν έχω φτάσει ούτε μέχρι τα σύνορα. Γράφω για τον κόσμο που ξέρω, όπως τον ξέρω και όπως δεν θέλω να είναι."
"Δηλαδή;"
"Απομυθοποιώ."
"Μάλιστα. Είσαι ταπί."
"Το ξέρω, δεν ήρθα για καφέ."
Πήγε να χαμογελάσει ξανά, σταμάτησε και συνέχισε να γράφει. Είχε κιόλας γεμίσει κάμποσες σελίδες στο δερμάτινο ντοσιέ της. Έριξε μια γρήγορη ματιά στα χαρτιά που είχε φέρει μαζί του. Κάτι κλεμμένα δικαιώματα από ξεχασμένα διηγήματα, αποκόμματα από εφημερίδες με δημοσιεύσεις που δεν πληρώθηκαν ποτέ, κάτι κληρονομικά πέντε-έξι χρόνων, χρέη σε τοκογλύφους, και η απόδειξη από μία γραφομηχανή αντίκα του '70.
"Είσαι στο τίποτα και αγοράζεις μία γραφομηχανή για 1000 δολάρια.."
"Γράφω μωρό μου.. νομίζω ότι είμαι κάτι."
Εκείνη κοκκίνησε, δεν της άρεσε η οικειότητα με αγνώστους- δεν την είχε ξανανιώσει άλλωστε- αλλά οικειότητα με φλερτ; Αδιανόητο. Μάζεψε τα χαρτιά σε μία άκρη του γραφείου, σηκώθηκε και του έδωσε το χέρι της. Σηκώθηκε κι αυτός. Ήταν ψηλός. Είχε ωραίο ανάστημα. Μία κατεστραμμένη ζωή που έπρεπε να φέρει στα ίσα της. Εντάξει, στα κυβικά της ήταν το θέμα. Απλώς αυτή τη φορά φαίνεται πως έπρεπε να το κάνει από μέσα.
Στην αρχή συναντιούνταν τρεις φορές το μήνα. Μετά πέντε. Έπιναν μαζί καφέ. Δεν έπινε εκείνη άλλωστε κάτι άλλο. Άρχιζε να συνηθίζει κι αυτός τον καφέ, σκέτο όπως τον έπινε εκείνη. Κι εκείνη άρχιζε να συνηθίζει την μυρωδιά της πίπας του, δεν την ενοχλούσε πλέον ο καπνός. Ξεκίνησε να τακτοποιεί τα χρέη του, είχε και τις γνωριμίες της στην πιάτσα, του ξεκαθάρισε και τα κληρονομικά, τον βοήθησε να βρει και σπίτι, ένα στούντιο στην βιομηχανική περιοχή της πόλης. Δεν πείραζε, είχε ωραίο μπαλκόνι. Είχαν συμφωνήσει και οι δύο ότι το ξημέρωμα θα φαινόταν υπέροχο. Εκείνη λάτρευε την τζαζ, εκείνος αγαπούσε την ροκ και τα βινύλια. Κάθονταν κάποιες Τετάρτες που τέλειωναν νωρίς τη δουλειά και άκουγαν εναλλάξ δίσκους στο παλιακό πικ-απ του Ρενέ.
"Είσαι Γάλλος;", του είπε ένα βράδυ.
"Η μητέρα μου είναι", της απάντησε μαζί με μια φράση γαλλική και γέλασαν.
Στην επόμενη συνάντησή τους του έφερε έναν δίσκο τζαζ, είχε μέσα το αγαπημένος της τραγούδι. Απλή μελωδία, τζαζ και σόουλ, και στίχοι γραμμένοι στα γαλλικά για δύο νέους που αποφασίζουν να ευτυχίσουν στην Πόλη του Φωτός.
Ο Πολ της έκανε παράπονα, ότι δεν την έβλεπε πια πολύ. Έπινε κι αυτός περισσότερο όσο έλειπε. Του είχε πει για τον Ρενέ.
"Είναι πελάτης μου."
"Τί θες εσύ με τον κατεστραμμένο; Δεν τα μπορείς αυτά, θυμάσαι;"
"Παράτα με. Να σταθείς στα πόδια σου κι άσε με εμένα."
Ένα βράδυ σχεδόν της πέταξε ένα μπουκάλι ουίσκι στο κεφάλι. Ευτυχώς πρόλαβε να κλείσει την πόρτα του μπάνιου και την γλίτωσε. Ήταν το βράδυ που τον έδιωξε από το σπίτι.
Άρχισε να βλέπει τον Ρενέ πιο τακτικά. Πιο στενά. Άρχισε να θέλει να τον βλέπει ακόμη περισσότερο. Δεν μιλούσαν πλέον για δουλειά. Είχε φτάσει Ιούλιος. Είχε ξεπεράσει τα οικονομικά προβλήματα εκείνος, δούλευε και σε ένα μπαρ κοντά στο λιμάνι, έπαιζε πιάνο. Είχε μάθει και την τζαζ. Εκείνη ξετρελαινόταν να τον ακούει να παίζει. Ξετρελαινόταν περισσότερο απ'όσο έδειχνε. Τον παρότρυνε να γράψει κι άλλα διηγήματα..
"..ακόμη κι ένα βιβλίο", του είπε ένα βράδυ με κρασί σπίτι του.
"Μωρό μου, το βιβλίο θέλει έμπνευση βραδινή, κι εγώ τα βράδια δουλεύω, ξέχασες; Πιες λίγο κρασί."
Ήπιε ένα ποτήρι κρασί, σηκώθηκε, έβαλε στο πικ-απ να παίζει το Νο3 από δίσκο της, γύρισε νωχελικά δυο-τρεις φορές γύρω απ'τον εαυτό της με κλειστά μάτια και τα χέρια της να κινούνται ανάλαφρα γύρω από το κεφάλι της.. Βρήκε τον εαυτό της να προσγειώνεται στην παλιά λαδί πολυθρόνα που καθόταν ο Ρενέ, ενώ τον φιλούσε.
Άρχισαν να πίνουν μαζί. Το πρωί καφέ, σκέτο όπως τον έπινε εκείνη, τα βράδια κρασί, λευκό με μια στάλα κόκκινο όπως το έπινε εκείνος.
Τα βράδυ μαζί με το κρασί, της διάβαζε ποίηση, εκείνη του ανέλυε τα ρεύματα της τέχνης και άκουγαν τζαζ αγκαλιασμένοι στο πάτωμα. Έκαναν έρωτα και δάκρυζαν πότε-πότε βλέποντας το ξημέρωμα από το μπαλκόνι του. Κάποια απογεύματα έπιναν χόρτο και πηδιούνταν σαν έφηβοι ουρλιάζοντας. Τις Δευτέρες που το μπαρ ήταν κλειστό έπαιρνε τα κλειδιά και τρύπωναν κρυφά οι δυο τους. Με λιγοστά φώτα ο Ρενέ αποκρυπρογραφούσε τις παρτιτούρες κι η Ντάνυ τραγουδούσε ψιθυριστά με κλειστό μικρόφωνο. Είχε ωραία φωνή, ταξιδιάρικη. Ίσως οι τούφες των μαλλιών της που της έκρυβαν τα μάγουλα, το μισοσβησμένο κόκκινο κραγιόν και η τιράντα από το μακρύ της φόρεμα που έπεφτε στον ώμο της να την έκαναν να φαντάζει οπτασία. Ίσως και να ήταν.
Οι δουλειές πήγαιναν περίφημα. Είχαν τις ζωές τους και τη ζωή τους. Σχεδόν συμβίωναν.
Μία μέρα η Ντάνυ έφτασε κρατώντας κάτι στα χέρια της.
"Τί είναι αυτά μωρό μου;"
"Είναι η ώρα να περάσεις τα σύνορα! Θα πάμε στο Παρίσι!", τον αγκάλιασε σφιχτά και τον φίλησε στο μάγουλο. Μα ήταν υπέροχο!
Είχε κιόλας ετοιμάσει τα πάντα. Θα έμεναν σε μία σοφίτα κοντά στο Καρτιέ Λατέν, που νοικιαζόταν με τη βδομάδα. Είχε αφήσει τα εισιτήρια πάνω στον δίσκο που του είχε πάρει δώρο. Κάθε φορά που περνούσε απ'το πικ-απ τα έβλεπε και χαμογελούσε. Επιτέλους θα έκαναν πραγματικότητα το αγαπημένο της τραγούδι.
Την Πέμπτη θα έφευγαν, στις 9 το πρωί. Έφτιαχνε την βαλίτσα της αργά το βράδυ της Τετάρτης -είχε αργήσει πολύ στην δουλειά- όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Την πρώτη φορά το αγνόησε. Χρειάστηκαν δυο φορές ακόμη για να το σηκώσει.
"Παρακαλώ."
"Μωρό μου."
"Έλα Ρενέ.. γιατί με παίρνεις;"
"Ξέρεις.. Δεν μπορώ."
"Δεν μπορείς..τί;"
"..να έρθω αύριο."
"Μα τί λες; Τρελάθηκες; Τα έχω κανονίσει όλα!"
"Με χρειάζονται στο μαγαζί.."
"Τί λες Ρενέ γαμώτο; Αφού το μαγαζί θα μείνει κλειστό! Τί στο διάολο σ'έπιασε ξαφνικά;"
"Δεν μπορώ..συγγνώμη."
"Στο διάολο Ρενέ! ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ!", ούρλιαξε και του έκλεισε το τηλέφωνο.
Έδωσε μία σπρωξιά στην βαλίτσα, που έπεσε απ'το κρεβάτι με όλα τα ρούχα να χύνονται στο πάτωμα. Έτρεξε έξω. Μπήκε στο πρώτο ταξί που βρήκε μπροστά της και έφτασε σπίτι του. Άνοιξε με τα κλειδιά της -φυσικά και είχε δικά της κλειδιά. Σχεδόν συμβίωναν. Δεν ήταν εκεί. Άνοιξε την ντουλάπα για να δει ότι λείπουν τα ρούχα του. Κατευθύνθηκε στο πικ-απ. Τα εισιτήρια ήταν εκεί πάνω στον δίσκο που του είχε φέρει, όπως τα είχε αφήσει εκείνη.
Άνοιξε το δεξί συρτάρι του γραφείου του. Πήρε ένα πακέτο λεπτά πουράκια με γεύση βανίλια που είχαν αγοράσει μαζί τη μέρα που του έπεσα η πίπα του σε μια βόλτα τους στο ποτάμι.
Έβαλε τον δίσκο της να παίζει. Μία μίξη τζαζ και σόουλ. Γδύθηκε και έβαλε το αγαπημένο της μακρύ μαύρο φόρεμα που είχε κρεμασμένο στην ντουλάπα του. Γέμισε ένα ποτήρι λευκό κρασί και έχυσε μέσα λίγο κόκκινο. Πέρασε από την γραφομηχανή του, κοντοστάθηκε λίγο ενώ ήπιε μια γερή γουλιά κρασί και πλητρολόγησε αργά, σταθερά και κεφαλαία κάτω από το μισοτελειωμένο διήγημά του, "Κ Α Θ Ι Κ Ι".
Δυνάμωσε την ένταση και άναψε το πρώτο πουράκι. Μάζεψε τα μαλλιά της μία πρόχειρη κοτσίδα, ενώ τούφες έπεφταν μπροστά στο πρόσωπό της. Πήρε στα χέρια της το καπέλο που του είχε πάρει στα γενέθλιά του από το τραπεζάκι, "της πήγαινε γάντι!", πάντα της το έλεγε, κι άρχισε να λικνίζει το σώμα της στους ρυθμούς της σόουλ με οδηγό το σαξόφωνο.. Η δεξιά της τιράντα είχε ήδη αρχίσει να γλιστράει στον ώμο της. Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να δραπετεύσει.
"Κοίτα, είμαι μια οπτασία..σωστά; μαλάκα..", μουρμούριζε συνεχώς κλαίγοντας, "Κοίτα με.."
Χρειάστηκαν 4 ώρες, ένα κουτί πουράκια, εφτά ποτήρια λευκό κρασί και μισό ποτήρι κόκκινο για να πέσει στο πάτωμα ζαλισμένη και να αποκοιμηθεί. Ενώ τα χείλη της γαργαλούσε η λέξη "καθίκι".
Έτσι έλεγε πάντοτε. Δεν την ένοιαζε κιόλας, δεν είχε λόγο να την νοίαζει. Εθίζεσαι όταν θέλεις να ξεφύγεις από κάτι. Για να ξεκολλήσεις από κάτι.. Τότε κολλάς σε κάτι άλλο. Ο εθισμός είναι η συνέχεια ενός προηγούμενου εθισμού που πνέει τα λοίσθια.
"Μην γίνεσαι γελοίος Πολ, γλυκιέ μου. Είμαι η Ντάνυ, με ξέρεις. Ετών 32 και με ίχνος εξάρτησης να επιδρά στον οργανισμό μου."
Δεν τον βοηθούσε να ξεφύγει. Ήταν χρόνια αλκοολικός. Είχε μείνει λείψανο. Τον αγαπούσε, έλεγε. Ήταν κάτι σαν προστατευόμενο σκυλί γι'αυτήν, προτιμούσε να τον αποκαλεί "γατί" η ίδια. Έτσι του προσέδιδε μία ανεξαρτησία- οι γάτες είναι ανεξάρτητες όλοι το ξέρουν αυτό. Είχαν κάτι σαν αδερφική σχέση, απλώς κάνανε έρωτα μια φορά τον μήνα, ίσως και σπανιότερα, για να νιώθει εκείνη ότι ερωτοτροπεί κι εκείνος ότι αγαπιέται.
Δεν την ένοιαζαν οι έρωτες. Είχε βγάλει τα λεφτά της, διαχειριζόταν τα χρέη των άλλων, πάντα από απόσταση. Δεν ερχόταν ποτέ σε επαφή με τον υπόχρεο. "Δεν χρειάζεται", υποστήριζε, "η δυναμική του να χειρίζεσαι τις τραγωδίες των άλλων από απόσταση σε κάνουν να μπορείς να θαυματουργήσεις!" και γελούσε ως "Η Θαυματοποιός" όπως αποκαλούσε τον εαυτό της μ'αυτό το χαρακτηριστικό βαθύ γέλιο της που ανάβλυζε από τα κατακόκκινα χείλη της.
Ο Πολ ήξερε για την σχέση της με την απόσταση. Μια φορά που είχε πιει αρκετά για να επικοινωνήσει και όχι αρκετά για να ταξιδέψει της είχε πει:
"Δεν πέφτεις Νταν, μη φοβάσαι, αγκάλιασέ με."
"Μην γίνεσαι γελοίος Πολ, φυσικά και δεν πέφτω!", και τον αγκάλιασε αφήνοντας τα χέρια της να πέσουν ανάλαφρα πίσω από την πλάτη του. Μα είχε καθρέφτη μπρος και πίσω και ο Πολ κατάφερε να δει μια θλίψη στα μάτια της. Ό,τι πρόλαβε να διακρίνει ήταν αυτή η υποψία θλίψης και αγωνίας στο χαμένο βλέμμα της Ντάνυ.
Ήταν Αύγουστος όταν μπήκε στο γραφείο της με τσαμπουκάδες ένας τύπος. Είχε χτυπήσει τον φύλακα είχε αγνοήσει τη γραμματεία.. Άνοιξε την πόρτα και την έκλεισε με βρόντο πίσω του, ενώ καθόταν ήδη στην καρέκλα μπροστά απ'το γραφείο της Ντάνυ. Εκείνη ατάραχη, όπως πάντα άλλωστε, του έριξε μία γρήγορη ματιά από πάνω μέχρι κάτω. Ήταν ο τύπος -πατημένα 45- με γκρίζους κροτάφους, στρογγυλά μυωπικά γυαλιά, ένα λευκό πουκάμισο με γυρισμένα μανίκια, που μόλις είχε πετάξει έναν φάκελο στο γραφείο της και άναβε την πίπα του. Τον κοίταξε.
"Μου επιτρέπετε..", είπε ενώ την κοίταξε με ελαφρύ χαμόγελο.
"Ξέρετε, υπάρχει κάτι πιο απαγορευτικό από το κάπνισμα σ'αυτόν τον χώρο."
"Αλήθεια; Ποιο;"
"Οι επισκέψεις", αποκρίθηκε η Ντάνυ σταυρώνοντας τα χέρια με ακουμπισμένους τους αγκώνες στο δερμάτινο ντοσιέ της.
"Υπέροχα, δεν θα αποχωριζόμουν ποτέ την πίπα μου!"
Πήγε να της ξεφύγει ένα χαμόγελο, αλλά το συγκράτησε.
"Καφέ;"
"Δεν πίνω."
"Ωραία τότε. Λοιπόν.."
"Ρενέ Γουίλφερ. Άκου με..", ξεκίνησε να της περιγράφει την κατάσταση.
Είχε περάσει μια-μιση ώρα, ο Ρενέ είχε φτάσει σχεδόν στη μέση, η Ντάνυ είχε χαμογελάσει 4 φορές, είχε κιόλας αρχίσει να ανέχεται το άρωμα του καμένου καπνού της πίπας, ενώ είχε παραβεί ήδη το κύριο απαγορευτικό της.. την προσωπική επαφή.
Δήλωνε "Συγγραφέας του Κόσμου".
"Και τί γράφεις;"
"Για τον κόσμο."
"Ταξιδεύεις δηλαδή."
"Όχι βέβαια, δεν έχω φτάσει ούτε μέχρι τα σύνορα. Γράφω για τον κόσμο που ξέρω, όπως τον ξέρω και όπως δεν θέλω να είναι."
"Δηλαδή;"
"Απομυθοποιώ."
"Μάλιστα. Είσαι ταπί."
"Το ξέρω, δεν ήρθα για καφέ."
Πήγε να χαμογελάσει ξανά, σταμάτησε και συνέχισε να γράφει. Είχε κιόλας γεμίσει κάμποσες σελίδες στο δερμάτινο ντοσιέ της. Έριξε μια γρήγορη ματιά στα χαρτιά που είχε φέρει μαζί του. Κάτι κλεμμένα δικαιώματα από ξεχασμένα διηγήματα, αποκόμματα από εφημερίδες με δημοσιεύσεις που δεν πληρώθηκαν ποτέ, κάτι κληρονομικά πέντε-έξι χρόνων, χρέη σε τοκογλύφους, και η απόδειξη από μία γραφομηχανή αντίκα του '70.
"Είσαι στο τίποτα και αγοράζεις μία γραφομηχανή για 1000 δολάρια.."
"Γράφω μωρό μου.. νομίζω ότι είμαι κάτι."
Εκείνη κοκκίνησε, δεν της άρεσε η οικειότητα με αγνώστους- δεν την είχε ξανανιώσει άλλωστε- αλλά οικειότητα με φλερτ; Αδιανόητο. Μάζεψε τα χαρτιά σε μία άκρη του γραφείου, σηκώθηκε και του έδωσε το χέρι της. Σηκώθηκε κι αυτός. Ήταν ψηλός. Είχε ωραίο ανάστημα. Μία κατεστραμμένη ζωή που έπρεπε να φέρει στα ίσα της. Εντάξει, στα κυβικά της ήταν το θέμα. Απλώς αυτή τη φορά φαίνεται πως έπρεπε να το κάνει από μέσα.
Στην αρχή συναντιούνταν τρεις φορές το μήνα. Μετά πέντε. Έπιναν μαζί καφέ. Δεν έπινε εκείνη άλλωστε κάτι άλλο. Άρχιζε να συνηθίζει κι αυτός τον καφέ, σκέτο όπως τον έπινε εκείνη. Κι εκείνη άρχιζε να συνηθίζει την μυρωδιά της πίπας του, δεν την ενοχλούσε πλέον ο καπνός. Ξεκίνησε να τακτοποιεί τα χρέη του, είχε και τις γνωριμίες της στην πιάτσα, του ξεκαθάρισε και τα κληρονομικά, τον βοήθησε να βρει και σπίτι, ένα στούντιο στην βιομηχανική περιοχή της πόλης. Δεν πείραζε, είχε ωραίο μπαλκόνι. Είχαν συμφωνήσει και οι δύο ότι το ξημέρωμα θα φαινόταν υπέροχο. Εκείνη λάτρευε την τζαζ, εκείνος αγαπούσε την ροκ και τα βινύλια. Κάθονταν κάποιες Τετάρτες που τέλειωναν νωρίς τη δουλειά και άκουγαν εναλλάξ δίσκους στο παλιακό πικ-απ του Ρενέ.
"Είσαι Γάλλος;", του είπε ένα βράδυ.
"Η μητέρα μου είναι", της απάντησε μαζί με μια φράση γαλλική και γέλασαν.
Στην επόμενη συνάντησή τους του έφερε έναν δίσκο τζαζ, είχε μέσα το αγαπημένος της τραγούδι. Απλή μελωδία, τζαζ και σόουλ, και στίχοι γραμμένοι στα γαλλικά για δύο νέους που αποφασίζουν να ευτυχίσουν στην Πόλη του Φωτός.
Ο Πολ της έκανε παράπονα, ότι δεν την έβλεπε πια πολύ. Έπινε κι αυτός περισσότερο όσο έλειπε. Του είχε πει για τον Ρενέ.
"Είναι πελάτης μου."
"Τί θες εσύ με τον κατεστραμμένο; Δεν τα μπορείς αυτά, θυμάσαι;"
"Παράτα με. Να σταθείς στα πόδια σου κι άσε με εμένα."
Ένα βράδυ σχεδόν της πέταξε ένα μπουκάλι ουίσκι στο κεφάλι. Ευτυχώς πρόλαβε να κλείσει την πόρτα του μπάνιου και την γλίτωσε. Ήταν το βράδυ που τον έδιωξε από το σπίτι.
Άρχισε να βλέπει τον Ρενέ πιο τακτικά. Πιο στενά. Άρχισε να θέλει να τον βλέπει ακόμη περισσότερο. Δεν μιλούσαν πλέον για δουλειά. Είχε φτάσει Ιούλιος. Είχε ξεπεράσει τα οικονομικά προβλήματα εκείνος, δούλευε και σε ένα μπαρ κοντά στο λιμάνι, έπαιζε πιάνο. Είχε μάθει και την τζαζ. Εκείνη ξετρελαινόταν να τον ακούει να παίζει. Ξετρελαινόταν περισσότερο απ'όσο έδειχνε. Τον παρότρυνε να γράψει κι άλλα διηγήματα..
"..ακόμη κι ένα βιβλίο", του είπε ένα βράδυ με κρασί σπίτι του.
"Μωρό μου, το βιβλίο θέλει έμπνευση βραδινή, κι εγώ τα βράδια δουλεύω, ξέχασες; Πιες λίγο κρασί."
Ήπιε ένα ποτήρι κρασί, σηκώθηκε, έβαλε στο πικ-απ να παίζει το Νο3 από δίσκο της, γύρισε νωχελικά δυο-τρεις φορές γύρω απ'τον εαυτό της με κλειστά μάτια και τα χέρια της να κινούνται ανάλαφρα γύρω από το κεφάλι της.. Βρήκε τον εαυτό της να προσγειώνεται στην παλιά λαδί πολυθρόνα που καθόταν ο Ρενέ, ενώ τον φιλούσε.
Άρχισαν να πίνουν μαζί. Το πρωί καφέ, σκέτο όπως τον έπινε εκείνη, τα βράδια κρασί, λευκό με μια στάλα κόκκινο όπως το έπινε εκείνος.
Τα βράδυ μαζί με το κρασί, της διάβαζε ποίηση, εκείνη του ανέλυε τα ρεύματα της τέχνης και άκουγαν τζαζ αγκαλιασμένοι στο πάτωμα. Έκαναν έρωτα και δάκρυζαν πότε-πότε βλέποντας το ξημέρωμα από το μπαλκόνι του. Κάποια απογεύματα έπιναν χόρτο και πηδιούνταν σαν έφηβοι ουρλιάζοντας. Τις Δευτέρες που το μπαρ ήταν κλειστό έπαιρνε τα κλειδιά και τρύπωναν κρυφά οι δυο τους. Με λιγοστά φώτα ο Ρενέ αποκρυπρογραφούσε τις παρτιτούρες κι η Ντάνυ τραγουδούσε ψιθυριστά με κλειστό μικρόφωνο. Είχε ωραία φωνή, ταξιδιάρικη. Ίσως οι τούφες των μαλλιών της που της έκρυβαν τα μάγουλα, το μισοσβησμένο κόκκινο κραγιόν και η τιράντα από το μακρύ της φόρεμα που έπεφτε στον ώμο της να την έκαναν να φαντάζει οπτασία. Ίσως και να ήταν.
Οι δουλειές πήγαιναν περίφημα. Είχαν τις ζωές τους και τη ζωή τους. Σχεδόν συμβίωναν.
Μία μέρα η Ντάνυ έφτασε κρατώντας κάτι στα χέρια της.
"Τί είναι αυτά μωρό μου;"
"Είναι η ώρα να περάσεις τα σύνορα! Θα πάμε στο Παρίσι!", τον αγκάλιασε σφιχτά και τον φίλησε στο μάγουλο. Μα ήταν υπέροχο!
Είχε κιόλας ετοιμάσει τα πάντα. Θα έμεναν σε μία σοφίτα κοντά στο Καρτιέ Λατέν, που νοικιαζόταν με τη βδομάδα. Είχε αφήσει τα εισιτήρια πάνω στον δίσκο που του είχε πάρει δώρο. Κάθε φορά που περνούσε απ'το πικ-απ τα έβλεπε και χαμογελούσε. Επιτέλους θα έκαναν πραγματικότητα το αγαπημένο της τραγούδι.
Την Πέμπτη θα έφευγαν, στις 9 το πρωί. Έφτιαχνε την βαλίτσα της αργά το βράδυ της Τετάρτης -είχε αργήσει πολύ στην δουλειά- όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Την πρώτη φορά το αγνόησε. Χρειάστηκαν δυο φορές ακόμη για να το σηκώσει.
"Παρακαλώ."
"Μωρό μου."
"Έλα Ρενέ.. γιατί με παίρνεις;"
"Ξέρεις.. Δεν μπορώ."
"Δεν μπορείς..τί;"
"..να έρθω αύριο."
"Μα τί λες; Τρελάθηκες; Τα έχω κανονίσει όλα!"
"Με χρειάζονται στο μαγαζί.."
"Τί λες Ρενέ γαμώτο; Αφού το μαγαζί θα μείνει κλειστό! Τί στο διάολο σ'έπιασε ξαφνικά;"
"Δεν μπορώ..συγγνώμη."
"Στο διάολο Ρενέ! ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ!", ούρλιαξε και του έκλεισε το τηλέφωνο.
Έδωσε μία σπρωξιά στην βαλίτσα, που έπεσε απ'το κρεβάτι με όλα τα ρούχα να χύνονται στο πάτωμα. Έτρεξε έξω. Μπήκε στο πρώτο ταξί που βρήκε μπροστά της και έφτασε σπίτι του. Άνοιξε με τα κλειδιά της -φυσικά και είχε δικά της κλειδιά. Σχεδόν συμβίωναν. Δεν ήταν εκεί. Άνοιξε την ντουλάπα για να δει ότι λείπουν τα ρούχα του. Κατευθύνθηκε στο πικ-απ. Τα εισιτήρια ήταν εκεί πάνω στον δίσκο που του είχε φέρει, όπως τα είχε αφήσει εκείνη.
Άνοιξε το δεξί συρτάρι του γραφείου του. Πήρε ένα πακέτο λεπτά πουράκια με γεύση βανίλια που είχαν αγοράσει μαζί τη μέρα που του έπεσα η πίπα του σε μια βόλτα τους στο ποτάμι.
Έβαλε τον δίσκο της να παίζει. Μία μίξη τζαζ και σόουλ. Γδύθηκε και έβαλε το αγαπημένο της μακρύ μαύρο φόρεμα που είχε κρεμασμένο στην ντουλάπα του. Γέμισε ένα ποτήρι λευκό κρασί και έχυσε μέσα λίγο κόκκινο. Πέρασε από την γραφομηχανή του, κοντοστάθηκε λίγο ενώ ήπιε μια γερή γουλιά κρασί και πλητρολόγησε αργά, σταθερά και κεφαλαία κάτω από το μισοτελειωμένο διήγημά του, "Κ Α Θ Ι Κ Ι".
Δυνάμωσε την ένταση και άναψε το πρώτο πουράκι. Μάζεψε τα μαλλιά της μία πρόχειρη κοτσίδα, ενώ τούφες έπεφταν μπροστά στο πρόσωπό της. Πήρε στα χέρια της το καπέλο που του είχε πάρει στα γενέθλιά του από το τραπεζάκι, "της πήγαινε γάντι!", πάντα της το έλεγε, κι άρχισε να λικνίζει το σώμα της στους ρυθμούς της σόουλ με οδηγό το σαξόφωνο.. Η δεξιά της τιράντα είχε ήδη αρχίσει να γλιστράει στον ώμο της. Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να δραπετεύσει.
"Κοίτα, είμαι μια οπτασία..σωστά; μαλάκα..", μουρμούριζε συνεχώς κλαίγοντας, "Κοίτα με.."
Χρειάστηκαν 4 ώρες, ένα κουτί πουράκια, εφτά ποτήρια λευκό κρασί και μισό ποτήρι κόκκινο για να πέσει στο πάτωμα ζαλισμένη και να αποκοιμηθεί. Ενώ τα χείλη της γαργαλούσε η λέξη "καθίκι".