η ζωή της σε τρεις πράξεις
10:39:00 μ.μ.Κατέβαινε τη σκάλα. Επί τρία χρόνια της αρκούσε αυτή η ίδια νωχελική κίνηση.. Να κατεβαίνει αργά τη σκάλα χαϊδεύοντας με ένα βελούδινο βυ...
10:39:00 μ.μ.
Κατέβαινε τη σκάλα. Επί τρία χρόνια της αρκούσε αυτή η ίδια νωχελική κίνηση.. Να κατεβαίνει αργά τη σκάλα χαϊδεύοντας με ένα βελούδινο βυσσινί πανί την κουπαστή. Κοίταζε μόνο την πορεία του χεριού της. Κάθε φορά ήταν σαν να την μάθαινε από την αρχή, σαν να μην ήξερε που θα καταλήξει. Τα σκαλοπάτια της φαίνονταν ευθεία, τόσο τα αγνοούσε. Κατέβαινε σαν να υποδεχόταν κόσμο σε δεξίωση. Την ρόμπα της - σατέν γαλάζια με δαντελένιες λεπτομέρειες - την είχε από πάντα. Ίσως να γεννήθηκε μέσα στο σατέν. Έτσι της έλεγαν. Κατέβαινε πάντα ξυπόλυτη. Ήταν 34 σκαλιά. Τριάντα τέσσερα δευτερόλεπτα κάθε μέρα ήταν η αιωνιότητά της. Τριάντα τέσσερα. Μα τι σύμπτωση! Στο τελευταίο σκαλί έτρεμε λίγο, πατούσε στο κατάλευκο μάρμαρο και πάντα έκλεινε σφιχτά τα μάτια της μέχρι να βγάλει το δάκρυ που έπρεπε. Ήταν μια ιεροτελεστία αυτή η κατάβαση. Ήταν ό,τι μπορούσε να κάνει για να πείσει τον εαυτό της ότι ζει. Ποτέ δεν την ανέβαινε την σκάλα. Ποτέ. Ο αγαπημένος της αδερφός πάντα ήταν εκεί να την πάρει στα χέρια και να την οδηγήσει στον επάνω όροφο. Με κλειστά μάτια χυνόταν στην αγκαλιά του και φανταζόταν σύννεφα μέχρι το τέλος. Όταν έφτανε στο τέλος της αρκούσε να κοιτάζει από την μεγάλη τζαμαρία τα λευκά τριαντάφυλλα να κατέκλυζουν τον κήπο.
Αυτή ήταν η δεύτερη πράξη.
Παρακάλεσε ένα πρωινό τον Μάρκο να την πάει μέχρι την αγορά. Ο στόχος ήταν να αγοράσει κάτι - κανείς δεν τολμούσε να την ρωτήσει οτιδήποτε, ούτε ο ίδιος της ο αδερφός. Ούτε "τί κάνει" ούτε "πώς είναι" ή "πώς κοιμήθηκε". Δεν είχε νόημα άλλωστε. Δεν έκανε, δεν ήταν, δεν κοιμόταν. Ζούσε 34 δευτερόλεπτα κάθε μέρα και αυτό αρκούσε σε όλους. Αυτό τους υπενθύμιζε ότι ζούσε μαζί τους. Τον πρώτο καιρό δεν είχαν καταλάβει τίποτα. Μετά τους πρώτους 7 μήνες άρχισαν να προσέχουν τις εκφράσεις της. Κάθε σκαλοπάτι συνοδευόταν κι από μία ξεχωριστή ανθρώπινη έκφραση.. Έτσι κάπου εκεί στην άνοιξη, άρχισαν να κρύβονται δειλά-δειλά πίσω από τις κουρτίνες, δίπλα στην κάσα της πόρτας. Τους αρκούσε να την κοιτούν να αλλάζει εκφράσεις όπως παλιά μες τη μέρα σαν να άλλαζαν τα ερεθίσματα γύρω της, σαν να συναντούσε ανθρώπους, σαν να μάθαινε νέα ευχάριστα και δυσάρεστα, σαν να ένιωθε. Φορούσε ένα χοντρό μαύρο παλτό και μία ζώνη σφιχτά δεμένη στη μέση. Βγήκε από το αυτοκίνητο και ενώ οι μαύρες καστόρινες γόβες της πάτησαν στον βρεγμένο δρόμο λίγες σταγόνες πετάχτηκαν και έβρεξαν την γαλάζια ρόμπα που εξείχε ελάχιστα από το παλτό. Είπε του Μάρκου να κάνει μια βόλτα και να περάσει σε λίγα λεπτά να την πάρει. Χάθηκε μες την αγορά. Δεξιά βρισκόταν μια εκκλησία. Μπήκε μέσα. Η ώρα είχε πάει σχεδόν 12. Η εκκλησία ήταν άδεια. Βεβαιώθηκε και γονάτισε κάπου στο κέντρο. Κάθισε με τα χέρια στα γόνατα. Τα χείλια της ανοιγόκλειναν σαν κάτι να ψιθύριζε. Κάθισε λίγα δευτερόλεπτα και σηκώθηκε. "Συγχώρεσέ τον".. είπε. Γύρισε την πλάτη και απομακρύνθηκε . Σταμάτησε σε ένα μανάβικο. Έβαλε σε μια χάρτινη σακούλα τέσσερα μήλα, πλήρωσε και συνέχισε να προχωράει. Ο ήλιος της έκαιγε ελαφρά τα μάτια. Τον χειμώνα ο ήλιος στην πόλη της ήταν ανυπόφορος. Της θύμιζε το καλοκαίρι, την παραλία κι εκείνον. Ό,τι ακριβώς της έλειπε. Πέρασε το πάρκο και συνέχισε να προχωράει. Σταμάτησε μπροστά σε μία αυλή με σιδερένια κάγκελα. Ακούμπησε τη σακούλα με τα μήλα στο περβάζι, έπιασε σφιχτά τα κάγκελα και περίμενε. Πέρασαν κοντά είκοσι λεπτά, μέχρι που ακούστηκαν παιδικές φωνές. Παιδάκια βγήκαν έξω φωνάζοντας, τρέχοντας δεξιά κι αριστερά, λερώνοντας τα ρούχα τους. Μερικά γελούσαν δυνατά, άλλα έκλαιγαν. Ένα κοριτσάκι ήρθε στα κάγκελα. "Συγγνώμη", του ψιθύρισε με δάκρυα στα μάτια, ενώ η δασκάλα έτρεξε κοντά στην μικρή
"Λυδία, την ξέρεις την κυρία;"
"Όχι κυρία", είπε το κοριτσάκι στην κοπέλα ενώ έτρεχε ήδη προς τις κούνιες. Εκείνη είχε ήδη απομακρυνθεί. Σε λίγα λεπτά ήταν στο αυτοκίνητο με τον Μάρκο και γυρνούσε σπίτι. Παρατήρησε τα τριαντάφυλλα. Πού ήταν; Ήθελε να έρθει καλοκαίρι.
Αυτή ήταν η τρίτη πράξη.
Ήταν χαρούμενη. Δεν πίστευε ότι όλα μπορούσαν να έρθουν τόσο ρόδινα. Το σπίτι ήταν υπέροχο. Εκείνος ήταν υπέροχος. Το μόνο που του είχε ζητήσει εκείνη ήταν μια μεγάλη σκάλα. Από μικρή ονειρευόταν τον εαυτό της με ένα μακρύ φόρεμα να κατεβαίνει από μια μεγάλη σκάλα με πλατιά σκαλιά να συναντάει τον αγαπημένο της. Θα γύριζε σπίτι νωρίς εκείνη την μέρα μόνο και μόνο για να του πει τα ευχάριστα νέα. Ήταν αργία η προηγούμενη και είχαν φύγει όλοι για το τριήμερο. Άφησε το αυτοκίνητο στην είσοδο. Ανοίγοντας την κεντρική σιδερένια πόρτα σκέφτηκε ότι έπρεπε να κάνουν κάτι μ'αυτόν τον κήπο. Τους φαντάστηκε να κοιτάζουν από το δωμάτιό τους ένα χαλί από τριαντάφυλλα. Θα ήταν θαυμάσια ιδέα. Κόκκινα. Χρώμα που ξυπνάει όλες τις αισθήσεις. Άνοιξε την πόρτα και τα χέρια της έτρεμαν από την συγκίνηση. Καθώς έκλεινε την πόρτα, άκουσε κάτι στην κουζίνα να σπάει και την πίσω πόρτα να κλείνει. Έτρεξε στην κουζίνα. Είδε από το παράθυρο τον Αντρέα, το δεκατριάχρονο αγοράκι του γείτονα να τρέχει στον δρόμο από την πίσω αυλή. Δεν φορούσε μπλούζα. Γιατί; Έξω είχε 3 βαθμούς. Ένα σπασμένο φλιτζάνι στο πάτωμα και γάλα στο τραπέζι. Άφησε τα κλειδιά στο τραπέζι. Πονούσε το κεφάλι της ξαφνικά. Δεν τον φώναξε. Μόνο ανέβηκε στο δωμάτιο ξυπόλυτη. Δεν ήθελε να κάνει θόρυβο. Ανέβηκε ένα-ένα τα σκαλιά κρατώντας με το ένα χέρι την κοιλιά της. Μπήκε στο δωμάτιό τους. Εκείνος έκανε ντουζ στο μπάνιο. Βρήκε μία βιντεοκάμερα και λεφτά πεταμένα στο πάτωμα. Ένα εσώρουχο και δύο προφυλακτικά πεταμένα στο πλάι. Έκανε εμετό. Το ράδιο στο μπάνιο έπαιζε δυνατά. Πάτησε play στην βιντεοκάμερα. Έκανε ξανά εμετό. Δεν ήταν η εγκυμοσύνη, όχι δεν έφταιγε αυτό. Άνοιξε ήρεμα την πόρτα του μπάνιου. Δεν έβλεπε καλά από τους υδρατμούς. Έπιασε το κασετόφωνο με τα δυο της χέρια και το σήκωσε στον αέρα. Κοίταξε την πρίζα. Ευτυχώς ήταν αρκετά μακριά. Τότε άνοιξε η κουρτίνα. Κοιτάχθηκε κλεφτά στον καθρέφτη και είδε ότι έκλαιγε με λυγμούς. "Τί κάνεις παλιοπουτά.." Πριν προλάβει να ολοκληρώσει την φράση του έτρεμε ήδη στον πάτο της μπανιέρας. Το νερό συνέχιζε να τρέχει. Άνοιξε το καπάκι της τουαλέτας και έκανε εμετό άλλη μια φορά. Βγήκε από το μπάνιο και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Σήκωσε το σταθερό και σχημάτισε τον αριθμό του Μάρκου.
"Είμαι έγκυος."
...
"Σκότωσα τον Παύλο."
Δεν άργησε να έρθει. Είχε αρχίσει να δύει ο ήλιος. Η γειτονιά ήταν σχεδόν έρημη. Ο Μάρκος άλλαξε την ασφάλεια που είχε καεί. Μάζεψαν το δωμάτιο. Η κουρτίνα του μπάνιου έγινε κουβέρτα. Τύλιξαν το σώμα του Παύλου. Το έσυραν από την κρεβατοκάμαρα στον διάδρομο προς την σκάλα.
"Άσε θα το κάνω εγώ. Βάλε παπούτσια, θα κρυώσεις."
Ο Μάρκος κατέβαινε με την πλάτη τη σκάλα βήμα-βήμα προσεχτικά σέρνοντας το σώμα του Παύλου και πιο πίσω την αδερφή του.
"Κρατήσου από την κουπαστή! Είσαι χλωμή θα ζαλιστείς και θα πέσεις!" Τον άκουσε. Κρατιόταν. Σχεδόν γλιστρούσε στα σκαλιά πιο εύκολα απ'το σώμα του Παύλου. Όταν κατέβηκαν επιτέλους εκείνη περίμενε στο σαλόνι, ενώ ο Μάρκος είχε βγει στον κήπο. Έβαλε την ρόμπα που είχε αφημένη στον καναπέ από το προηγούμενο βράδυ. Χρειάστηκε κοντά μια ώρα για να σκαφτεί ένας βαθύς λάκκος. Το σκοτάδι κυριάρχησε.
Σε λίγους μήνες θα φυτεύονταν στον κήπο δεκάδες λευκά τριαντάφυλλα. Σε λίγους μήνες θα γεννιόταν ένα κοριτσάκι και θα δινόταν για υιοθεσία, ενώ ο Παύλος θα την είχε παρατήσει για μία γκόμενα για την Αμερική χωρίς να δώσει σημείο ζωής ποτέ ξανά. Σε λίγους μήνες η μέρα της θα κρατούσε μόλις 34 δευτερόλεπτα.
Αυτή ήταν η πρώτη πράξη.
Αυτή ήταν η δεύτερη πράξη.
Παρακάλεσε ένα πρωινό τον Μάρκο να την πάει μέχρι την αγορά. Ο στόχος ήταν να αγοράσει κάτι - κανείς δεν τολμούσε να την ρωτήσει οτιδήποτε, ούτε ο ίδιος της ο αδερφός. Ούτε "τί κάνει" ούτε "πώς είναι" ή "πώς κοιμήθηκε". Δεν είχε νόημα άλλωστε. Δεν έκανε, δεν ήταν, δεν κοιμόταν. Ζούσε 34 δευτερόλεπτα κάθε μέρα και αυτό αρκούσε σε όλους. Αυτό τους υπενθύμιζε ότι ζούσε μαζί τους. Τον πρώτο καιρό δεν είχαν καταλάβει τίποτα. Μετά τους πρώτους 7 μήνες άρχισαν να προσέχουν τις εκφράσεις της. Κάθε σκαλοπάτι συνοδευόταν κι από μία ξεχωριστή ανθρώπινη έκφραση.. Έτσι κάπου εκεί στην άνοιξη, άρχισαν να κρύβονται δειλά-δειλά πίσω από τις κουρτίνες, δίπλα στην κάσα της πόρτας. Τους αρκούσε να την κοιτούν να αλλάζει εκφράσεις όπως παλιά μες τη μέρα σαν να άλλαζαν τα ερεθίσματα γύρω της, σαν να συναντούσε ανθρώπους, σαν να μάθαινε νέα ευχάριστα και δυσάρεστα, σαν να ένιωθε. Φορούσε ένα χοντρό μαύρο παλτό και μία ζώνη σφιχτά δεμένη στη μέση. Βγήκε από το αυτοκίνητο και ενώ οι μαύρες καστόρινες γόβες της πάτησαν στον βρεγμένο δρόμο λίγες σταγόνες πετάχτηκαν και έβρεξαν την γαλάζια ρόμπα που εξείχε ελάχιστα από το παλτό. Είπε του Μάρκου να κάνει μια βόλτα και να περάσει σε λίγα λεπτά να την πάρει. Χάθηκε μες την αγορά. Δεξιά βρισκόταν μια εκκλησία. Μπήκε μέσα. Η ώρα είχε πάει σχεδόν 12. Η εκκλησία ήταν άδεια. Βεβαιώθηκε και γονάτισε κάπου στο κέντρο. Κάθισε με τα χέρια στα γόνατα. Τα χείλια της ανοιγόκλειναν σαν κάτι να ψιθύριζε. Κάθισε λίγα δευτερόλεπτα και σηκώθηκε. "Συγχώρεσέ τον".. είπε. Γύρισε την πλάτη και απομακρύνθηκε . Σταμάτησε σε ένα μανάβικο. Έβαλε σε μια χάρτινη σακούλα τέσσερα μήλα, πλήρωσε και συνέχισε να προχωράει. Ο ήλιος της έκαιγε ελαφρά τα μάτια. Τον χειμώνα ο ήλιος στην πόλη της ήταν ανυπόφορος. Της θύμιζε το καλοκαίρι, την παραλία κι εκείνον. Ό,τι ακριβώς της έλειπε. Πέρασε το πάρκο και συνέχισε να προχωράει. Σταμάτησε μπροστά σε μία αυλή με σιδερένια κάγκελα. Ακούμπησε τη σακούλα με τα μήλα στο περβάζι, έπιασε σφιχτά τα κάγκελα και περίμενε. Πέρασαν κοντά είκοσι λεπτά, μέχρι που ακούστηκαν παιδικές φωνές. Παιδάκια βγήκαν έξω φωνάζοντας, τρέχοντας δεξιά κι αριστερά, λερώνοντας τα ρούχα τους. Μερικά γελούσαν δυνατά, άλλα έκλαιγαν. Ένα κοριτσάκι ήρθε στα κάγκελα. "Συγγνώμη", του ψιθύρισε με δάκρυα στα μάτια, ενώ η δασκάλα έτρεξε κοντά στην μικρή
"Λυδία, την ξέρεις την κυρία;"
"Όχι κυρία", είπε το κοριτσάκι στην κοπέλα ενώ έτρεχε ήδη προς τις κούνιες. Εκείνη είχε ήδη απομακρυνθεί. Σε λίγα λεπτά ήταν στο αυτοκίνητο με τον Μάρκο και γυρνούσε σπίτι. Παρατήρησε τα τριαντάφυλλα. Πού ήταν; Ήθελε να έρθει καλοκαίρι.
Αυτή ήταν η τρίτη πράξη.
Ήταν χαρούμενη. Δεν πίστευε ότι όλα μπορούσαν να έρθουν τόσο ρόδινα. Το σπίτι ήταν υπέροχο. Εκείνος ήταν υπέροχος. Το μόνο που του είχε ζητήσει εκείνη ήταν μια μεγάλη σκάλα. Από μικρή ονειρευόταν τον εαυτό της με ένα μακρύ φόρεμα να κατεβαίνει από μια μεγάλη σκάλα με πλατιά σκαλιά να συναντάει τον αγαπημένο της. Θα γύριζε σπίτι νωρίς εκείνη την μέρα μόνο και μόνο για να του πει τα ευχάριστα νέα. Ήταν αργία η προηγούμενη και είχαν φύγει όλοι για το τριήμερο. Άφησε το αυτοκίνητο στην είσοδο. Ανοίγοντας την κεντρική σιδερένια πόρτα σκέφτηκε ότι έπρεπε να κάνουν κάτι μ'αυτόν τον κήπο. Τους φαντάστηκε να κοιτάζουν από το δωμάτιό τους ένα χαλί από τριαντάφυλλα. Θα ήταν θαυμάσια ιδέα. Κόκκινα. Χρώμα που ξυπνάει όλες τις αισθήσεις. Άνοιξε την πόρτα και τα χέρια της έτρεμαν από την συγκίνηση. Καθώς έκλεινε την πόρτα, άκουσε κάτι στην κουζίνα να σπάει και την πίσω πόρτα να κλείνει. Έτρεξε στην κουζίνα. Είδε από το παράθυρο τον Αντρέα, το δεκατριάχρονο αγοράκι του γείτονα να τρέχει στον δρόμο από την πίσω αυλή. Δεν φορούσε μπλούζα. Γιατί; Έξω είχε 3 βαθμούς. Ένα σπασμένο φλιτζάνι στο πάτωμα και γάλα στο τραπέζι. Άφησε τα κλειδιά στο τραπέζι. Πονούσε το κεφάλι της ξαφνικά. Δεν τον φώναξε. Μόνο ανέβηκε στο δωμάτιο ξυπόλυτη. Δεν ήθελε να κάνει θόρυβο. Ανέβηκε ένα-ένα τα σκαλιά κρατώντας με το ένα χέρι την κοιλιά της. Μπήκε στο δωμάτιό τους. Εκείνος έκανε ντουζ στο μπάνιο. Βρήκε μία βιντεοκάμερα και λεφτά πεταμένα στο πάτωμα. Ένα εσώρουχο και δύο προφυλακτικά πεταμένα στο πλάι. Έκανε εμετό. Το ράδιο στο μπάνιο έπαιζε δυνατά. Πάτησε play στην βιντεοκάμερα. Έκανε ξανά εμετό. Δεν ήταν η εγκυμοσύνη, όχι δεν έφταιγε αυτό. Άνοιξε ήρεμα την πόρτα του μπάνιου. Δεν έβλεπε καλά από τους υδρατμούς. Έπιασε το κασετόφωνο με τα δυο της χέρια και το σήκωσε στον αέρα. Κοίταξε την πρίζα. Ευτυχώς ήταν αρκετά μακριά. Τότε άνοιξε η κουρτίνα. Κοιτάχθηκε κλεφτά στον καθρέφτη και είδε ότι έκλαιγε με λυγμούς. "Τί κάνεις παλιοπουτά.." Πριν προλάβει να ολοκληρώσει την φράση του έτρεμε ήδη στον πάτο της μπανιέρας. Το νερό συνέχιζε να τρέχει. Άνοιξε το καπάκι της τουαλέτας και έκανε εμετό άλλη μια φορά. Βγήκε από το μπάνιο και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Σήκωσε το σταθερό και σχημάτισε τον αριθμό του Μάρκου.
"Είμαι έγκυος."
...
"Σκότωσα τον Παύλο."
Δεν άργησε να έρθει. Είχε αρχίσει να δύει ο ήλιος. Η γειτονιά ήταν σχεδόν έρημη. Ο Μάρκος άλλαξε την ασφάλεια που είχε καεί. Μάζεψαν το δωμάτιο. Η κουρτίνα του μπάνιου έγινε κουβέρτα. Τύλιξαν το σώμα του Παύλου. Το έσυραν από την κρεβατοκάμαρα στον διάδρομο προς την σκάλα.
"Άσε θα το κάνω εγώ. Βάλε παπούτσια, θα κρυώσεις."
Ο Μάρκος κατέβαινε με την πλάτη τη σκάλα βήμα-βήμα προσεχτικά σέρνοντας το σώμα του Παύλου και πιο πίσω την αδερφή του.
"Κρατήσου από την κουπαστή! Είσαι χλωμή θα ζαλιστείς και θα πέσεις!" Τον άκουσε. Κρατιόταν. Σχεδόν γλιστρούσε στα σκαλιά πιο εύκολα απ'το σώμα του Παύλου. Όταν κατέβηκαν επιτέλους εκείνη περίμενε στο σαλόνι, ενώ ο Μάρκος είχε βγει στον κήπο. Έβαλε την ρόμπα που είχε αφημένη στον καναπέ από το προηγούμενο βράδυ. Χρειάστηκε κοντά μια ώρα για να σκαφτεί ένας βαθύς λάκκος. Το σκοτάδι κυριάρχησε.
Σε λίγους μήνες θα φυτεύονταν στον κήπο δεκάδες λευκά τριαντάφυλλα. Σε λίγους μήνες θα γεννιόταν ένα κοριτσάκι και θα δινόταν για υιοθεσία, ενώ ο Παύλος θα την είχε παρατήσει για μία γκόμενα για την Αμερική χωρίς να δώσει σημείο ζωής ποτέ ξανά. Σε λίγους μήνες η μέρα της θα κρατούσε μόλις 34 δευτερόλεπτα.
Αυτή ήταν η πρώτη πράξη.