ένα πρωί Κυριακής
12:09:00 μ.μ.Κυριακή πρωί. Είχα έναν πονοκέφαλο από τα ποτά και τα βλέμματα του προηγούμενου βραδιού που δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί με καμία...
12:09:00 μ.μ.
Είχα έναν πονοκέφαλο από τα ποτά και τα βλέμματα του προηγούμενου βραδιού που δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί με καμία ασπιρίνη. Σηκώθηκα σχετικά αργά για μένα και είπα να δοκιμάσω το φάρμακο "Καφές". Πλύθηκα και αποφάσισα να πάω στην κουζίνα... Λογικά μόνο η μάνα μου θα ήταν μέσα. Προχωρώντας στο χολ συνειδητοποίησα ότι το βράδυ - ξημερώματα μάλλον - είχα διαλέξει την πιο φαρδιά μου κοντομάνικη μπλούζα για πυτζάμα και την πιο μεγάλη ζακέτα. Κρύωσα ξαφνικά που τα ρούχα μου δεν ακουμπούσαν πάνω στο σώμα μου. Σταύρωσα αμυντικά τα χέρια στο στήθος και άνοιξα την πόρτα που απομονώνει τα δωμάτια από το υπόλοιπο σπίτι. Είχε απόλυτη ησυχία. Περίεργο... δεν είχε ανοίξει ούτε την τηλεόραση σήμερα. Πέρασα πρώτα και άνοιξα το ράδιο. Όμορφα ελληνικά τραγούδια Κυριακής. Η μάνα μου στον νεροχύτη πλένει χόρτα για σαλάτα. Της χαμογελάω ελαφρά και μου λέει μόνο αν θέλω να μου φτιάξει καφέ. Της γνέφω αρνητικά και σκύβω να πάρω το γκαζάκι. Δεν ξέρω αν έχει γράψει στο λεξικό του ο Μπαμπινιώτης δίπλα στον ορισμό της "Κυριακής" τις λέξεις μουσική, ελληνικός καφές, ήλιος, τραπέζι, κουζίνα, βασιλικός.. θα έπρεπε. Η μυρωδιά που αναδύεται με ξυπνάει.
Κάθομαι στο τραπέζι κρατώντας την λευκή κούπα με την μαύρη γάτα. Η μαμά μου ανοίγει το ντουλάπι και μου φέρνει ένα μπισκότο και το ακουμπάει στο πιάτο.
-Τι έγινε;
-Τίποτα.
(στέκεται)
(στέκεται)
-Δεν ξέρω πώς βγήκατε και οι δύο έτσι.. Εγώ στα χρόνια σας δεν ξυπνούσα ποτέ με ανάποδη καμπύλη. (ανάποδη καμπύλη η μάνα μου λέει το μη-χαμόγελο)
-Ήσουν τυχερή ρε μάνα εσύ.. Πώς τα κατάφερνες και περνούσες καλά στις σχέσεις σου ρε μαμά;
Ένας στίχος από το ράδιο με χτυπάει στην πλάτη... "Δεν είναι που κουράστηκα να περιμένω κάτι, είναι που δεν φαντάστηκα ότι ποτέ δεν θα 'ρθει". Πίνω μια γουλιά καφέ για να τον ξορκίσω και να που βουρκώνω γιατί καίγομαι στο άκουσμά του..
Ένας στίχος από το ράδιο με χτυπάει στην πλάτη... "Δεν είναι που κουράστηκα να περιμένω κάτι, είναι που δεν φαντάστηκα ότι ποτέ δεν θα 'ρθει". Πίνω μια γουλιά καφέ για να τον ξορκίσω και να που βουρκώνω γιατί καίγομαι στο άκουσμά του..
-Το λάθος που κάνεις εσύ Ελιζάκο είναι ότι πρώτα διαλέγεις τον άνθρωπο και μετά κοιτάς να ψάξεις να τον γνωρίσεις. Κι αυτό είναι ανάποδο. Και στραβό. Είσαι ανάποδο πλάσμα...
Γυρίζω και κοιτάζω στον νεροχύτη. Δεν με κοιτάζει. Κοιτάζει τα χόρτα... να τα πλύνει καλά, με προσοχή, με μαζεμένα τα μαλλιά της. Καταλαβαίνει ότι κλαίνε κάπως τα μάτια μου και γυρίζει και με κοιτάζει περιπαιχτικά. Δεν με χαϊδεύει στην πλάτη, δεν με φιλάει, απλώς μου δίνει ένα κοροϊδευτικό χαμόγελο που με κάνει και γελάω.
Αγαπώ τις κουβέντες που σε ξυπνούν, αυτές που σε χαστουκίζουν ή σε λούζουν με ένα κουβά νερό.
Μα πιο πολύ αγαπώ τις κουβέντες που σε προκαλούν να τις δουλέψεις. Να τις κυνηγήσεις και να φτάσεις στο πιο βαθύ σημείο του εγκεφάλου και του είναι σου, να βρεις την ακίδα που σε τρυπάει και να την τραβήξεις αργά-αργά και προσεκτικά με απαλές κινήσεις.
Δεν ξέρω για τους ανθρώπους που διαλέγω. Νομίζοντας ότι κάτι ξεκινάει δοκιμαστικά αφήνεσαι να σε πάρει το ρεύμα με το οποίο κινείται. Εσύ λες είναι ρυάκι μα αυτό μπορεί να είναι ποταμός. Και ξεκινάς με ένα "Δε γαμιέται!" και καταλήγεις με ένα "Γαμήθηκα...". Και ω, ναι! Είναι εξαίσιο να τα βλέπεις όλα χαλαρά και όμορφα, αλλά πόσα μέρη του σώματος μπορείς να κοντρολάρεις ταυτοχρόνως; Την καρδιά που παλεύει να βγει από το πουκάμισο; Τα μάτια που γελάνε; Τα χέρια που απλώνονται να αγγίξουν αχόρταγα; Ή τα πόδια που τρέμουν; Κι ένα μυαλό που σκέφτεται και αναλύει όλες τις κινήσεις του άλλου και τις δικές σου και σου λέει να ΜΗΝ επιτακτικά. Την ώρα που εσύ έχεις παρασυρθεί ήδη νοητά από ένα ρεύμα αισθήσεων... το σώμα κάνει αναστροφή και φεύγει.
Μυαλό, νίκησες πάλι!
Μυαλό, νίκησες πάλι!
Λοιπόν, ξέρεις... Όλα καλά. Δεν μπορείς τελικά να τα κοντρολάρεις όλα, το παν είναι να θυμάσαι ότι ρε γαμώτο "δεν πειράζει, ίσως το επόμενο πείραμα πετύχει..".