το στέκι
10:55:00 μ.μ.Πήγαμε εκδρομή με φίλους. Κυριακή μεσημέρι ήθελαν να πάμε σε ένα ταβερνάκι λίγο έξω από τη Λαμία στις πλαγιές του Παρνασσού σε ένα μικρό χ...
10:55:00 μ.μ.
Πήγαμε εκδρομή με φίλους. Κυριακή μεσημέρι ήθελαν να πάμε σε
ένα ταβερνάκι λίγο έξω από τη Λαμία στις πλαγιές του Παρνασσού σε ένα μικρό
χωριουδάκι. «Πάμε», τους είπα.
(Με τραβούσες από τα μανίκια της ζακέτας μου. Φορούσα τη ροζ
ζακέτα που μου είχες πάρει δώρο. «Ξέρω, ξέρω, δεν είναι το χρώμα σου, αλλά σου πάει να φοράς χρώματα». Και πράγματι, την
αγάπησα αυτή τη ζακέτα. «Δεν μπορώ άλλο», σου κλαψούρισα, «γιατί δεν πάμε με το
αμάξι;» Ήρθες προς το μέρος μου, κάπως απειλητικά ομολογουμένως. Μου φάνηκες
θυμωμένος, μα πριν προλάβω να σκεφτώ με άρπαξες από τα πόδια και με πήρες στον
ώμο. Νόμιζα ότι θα πεθάνω από το γέλιο ή από την ντροπή. Ή από κάτι άλλο, που
αργότερα έμαθα πως λέγεται ευτυχία.)
Ανεβαίναμε τους πρόποδες. Η διαδρομή ήταν υπέροχη. Είχαμε τα
παράθυρα κλειστά και μουσική. Θα προτιμούσα σίγουρα να ακούσω τους ήχους των δέντρων
που προσπερνούσαμε. Φτάσαμε σε έναν ανηφορικό δρόμο, και εμφανίστηκαν τα πρώτα
πέτρινα σπίτια. Παρκάραμε μπροστά σε μία ξύλινη ταμπέλα που έγραφε ΤΟ ΣΤΕΚΙ. Η καρδιά μου σταμάτησε για ένα
δευτερόλεπτο. Όταν ξεκίνησε πάλι να χτυπά ένιωσα έναν κόμπο στο στομάχι.
Καθίσαμε στη γωνία που είχαν κρατήσει το τραπέζι τα παιδιά. Η θέα ήταν
εκπληκτική. Δεν είχε αλλάξει τίποτα, μα ήταν όλα τόσο διαφορετικά.
(Έξω καθίσαμε. Κάπνιζες πολύ, ακόμη και με το φαγητό, κι ας ήξερες
πόσο μ’ ενοχλεί. Εκείνη τη μέρα όμως όχι. Καθίσαμε στην άκρη της βεράντας σε
ένα τραπέζι για τέσσερις. Μία γλυκιά κυρία με γκρίζα μαλλιά σε κότσο ήρθε να μας
υποδεχθεί. «Οι δυο σας;», μας ρώτησε. «Βεβαίως», απάντησες με σιγουριά και
ακούμπησες τρυφερά το γόνατό μου κάτω από το τραπέζι. Κοκκίνισα. Μάζεψε τα δύο
έξτρα σερβίτσια και μας είπε τι είχε το μενού. Άρχισα να παραγγέλνω.
Ήξερα ακριβώς τι θα πάρουμε! Η κυρία σε κοίταξε όλο νόημα. Εσύ χαμογέλασες,
έκανες μια γκριμάτσα σηκώνοντας τους ώμους. «Κι ένα τσίπουρο», της είπες. Δεν
έπινα ποτέ τσίπουρο, προτιμούσα το κρασί. «Και φυσικά ένα ροζέ για την κυρία».
Με έδειξες με τα δύο χέρια και χαχανίσαμε σαν παιδιά που κοροϊδεύονται.)
«Τι θα πάρουμε;» - «Ό,τι θέλετε.» - «Ε καλά, εσύ τι θέλεις όμως;»
- «Ό,τι πάρετε.» - «Έλα πες εσύ ρε παιδί μου τι θα φ..» - «Πατάτες τηγανητές.» Συνειδητοποίησα
ότι ο νεαρός που έπαιρνε παραγγελία με κοιτούσε έντονα. «Θέλετε κάτι να πιείτε;»,
μου είπε σχεδόν φωνάζοντας. «Νερό», του απάντησα κοφτά. Λες κι έφταιγε αυτός που
σταμάτησα να πίνω κρασί. «Πάντως, έχουμε εξαιρετικό κρασάκι δικό μας λευκό,
κόκκινο…» - «Μόνο λίγο νερό, ευχαριστώ.»
(«Έχεις πολλή πλάκα όταν τρως, το ξέρεις;» - «Ωχ, γιατί; Τι
κάνω;» - «Τίποτα κακό… Δεν ξέρω, είσαι πολύ… αφοσιωμένη! Σαν να κάνεις
διαλογισμό με κάθε μπουκιά.» - «Μ’ αρέσει πολύ να τρώμε παρέα…» Ήπια μια γερή
γουλιά κρασί. Θυμάμαι τη γεύση του στα χείλη μου. Δροσερό, ελαφρύ, γλυκό όσο
πρέπει και στο τέλος δυνατό. «Να, να! Τώρα, ρε παιδί μου. Έκλεισες τα μάτια σου.»
- «Αλήθεια;» - «Ναι!», είπες και με φίλησες. Μου είπες πόσο πολύ σου αρέσει τα χείλη μου
να έχουν τη γεύση του κρασιού, ακόμα κι αν εσύ δεν πίνεις.)
Όλοι έτρωγαν, μιλούσαν δυνατά, γελούσαν… Έπινα μεγάλες
γουλιές νερού και έπαιρνα με το χέρι μία-μία τις τηγανητές πατάτες, ενώ
χαμογελούσα και έλεγα που και που ναι,
ναι. Στην πραγματικότητα δεν είχα ιδέα για ποιο πράγμα μιλούσαν όλοι και
ήταν τόσο ενθουσιασμένοι.
(Φάγαμε. Ξετρελάθηκες με τα μπιφτέκια σου. Ήπιες ένα
καραφάκι τσίπουρο και ήσουν πιο διαχυτικός από άλλες φορές. Μου χάιδευες συχνά
τα μαλλιά, μου φιλούσες τον ώμο, μου άγγιζες την πλάτη, τη μέση… Έβαλες το χέρι
σου κάτω από τα μαλλιά μου, στον σβέρκο μου. Ήταν η μέρα που θα μου πρότεινες για
τελευταία φορά να έρθω μαζί σου και η μέρα που σου έλεγα για
τελευταία φορά όχι.)
«Να μαζέψω το πιάτο σας;» - «Συγγνώμη;» - «Τελειώσατε; Να το
μαζέψω;» - « Ναι, παρακαλώ…».
«Μα καλά τι συμβαίνει με σένα σήμερα ρε;» - «Τίποτα, καλά είμαι.» - «Τι καλά
ρε; Δεν έχεις πει μια κουβέντα και τη βγάζεις με πατάτες και νερό!» - «Καλά
είμαι σου λέω.» Μας έφεραν μήλο, μπανάνα και αχλάδια με μέλι και κανέλα. Πήρα ένα
κομμάτι μήλο, αυτό με τη λιγότερη κανέλα.
(«Να σας φέρω κι ένα γλυκάκι;» - «Μπα, έχουμε σκάσει… Ή
μήπως έχουμε λίγο χώρο ακόμα;», γύρισες και με κοίταξες. Σου χαμογέλασα. «Έχουμε,
έχουμε!», της είπες. Μας έφερε ένα πιάτο με φρέσκους λουκουμάδες με μέλι και
κανέλα. Έφαγες αχόρταγα έναν λουκουμά. «Τι λες, θα ‘ρθεις μαζί μου αυτή τη
φορά;». Αυτό θυμάμαι πιο έντονα απ’ όλα εκείνη τη μέρα: να σε αγαπώ βαθιά και
να σου λέω όχι.)
Πίστευα πως τελείωσες. Δε σε έβλεπα πια στον ύπνο μου. Δε σε
έβλεπα πουθενά. Ούτε στις ταινίες, ούτε στους ήρωες των βιβλίων που διάβαζα,
ούτε καν στα τραγούδια μας, όταν έπαιζαν ξαφνικά στο ράδιο.
Έχουν περάσει περίπου 10 χρόνια από ‘κείνη τη μέρα. Απόρησα
πώς ξέχασα αυτό το ταβερνάκι, πώς δε μου πήγε το μυαλό ότι είχαμε μια ανάμνηση
κρυμμένη στις πλαγιές του Παρνασσού. Απόρησα, αλήθεια, πώς ξέχασα εσένα κι εμένα.
Μετά από εκείνη τη μέρα έφυγες. Έκανες 4 μήνες να
επιστρέψεις στην Ελλάδα. Μιλούσαμε όλο και λιγότερο. Όταν πια επέστρεψες για
καλοκαίρι το έμαθα πολλές μέρες αργότερα, όταν είχες πια φύγει, από μία
φωτογραφία ενός κοινού μας φίλου. Δεν ξαναμιλήσαμε.