μικροπράγματα
12:50:00 μ.μ.Στέκομαι πια σε απλά πράγματα. Τρέχω δίπλα στο πάρκο στον ποδηλατόδρομο, πολύ νωρίς, στις 7 το πρωί. Ανά στιγμές κλείνω τα μάτια μου, μυρίζ...
12:50:00 μ.μ.
Στέκομαι πια σε απλά πράγματα. Τρέχω δίπλα στο πάρκο στον ποδηλατόδρομο, πολύ νωρίς, στις 7 το πρωί. Ανά στιγμές κλείνω τα μάτια μου, μυρίζω, ακούω... Ήρθε στ' αυτιά μου ο ήχος από το νερό που τρέχει από το λάστιχο και πέφτει - όχι με μεγάλη πίεση - στο τσιμέντο, και η μυρωδιά της αυλής που πλημμυρίζει νερό... Το μυαλό μου τρέχει στο παρελθόν, αρχές Ιουλίου στο σπίτι μας στον Πειραιά, που ο πατέρας μου κατέβρεχε κάθε μεσημέρι γυρνώντας από τη δουλειά τα μπαλκόνια για να δροσίσει λίγο, κι εγώ πλατσούριζα ξυπόλητη και χαρούμενη στα πλακάκια.
Απέφευγα πολύ το τρέξιμο. Κάθε φορά που σκεφτόμουν να ξεκινήσω ερχόταν στο μυαλό μου εκείνο το βράδυ που τσακωθήκαμε, έβαλες τα αθλητικά σου, άνοιξες την πόρτα κι έφυγες. Γύρισες 2 ώρες μετά μούσκεμα, ιδρωμένος. Εγώ κοιμόμουν στον καναπέ. Πάντα σου άρεσε να τρέχεις· τα καλοκαίρια δίπλα στη θάλασσα, στο πάρκο πριν πας στη δουλειά, στο τέλος κι από 'μένα.
Τρέχω δίπλα στο πάρκο. Κάποιες φορές μάλιστα παίρνω μαζί και τη Σάββυ. Το απολαμβάνουμε και οι δύο. Στο μυαλό μου έρχεται πάντα η θάλασσα, κάθε πρωί, σε κάθε διαδρομή. Δεν είναι μεγάλη η διαδρομή εκεί στο πάρκο, πέριπου 2.5 χιλιόμετρα πήγαινε-έλα. Ο ήλιος δεν έχει ξεπεράσει ακόμη τα δέντρα, και μόνο κλεφτές ηλιαχτίδες με χτυπούν στο πρόσωπο όσο τρέχω. Στέκομαι πια σε καθημερινούς ήχους. Αν και τρέχω πάντα με ακουστικά, τις τελευταίες μέρες τα κρεμώ στον σβέρκο γιατί τα πουλιά τραγουδούν τόσο όμορφα το πρωί, και το αεράκι που παίζει με τα φύλλα με δελεάζει να το ακούσω. Θυμάμαι το καλοκαίρι στο χωριό. Η γιαγιά μου, μάς πήγαινε για μπάνιο, κουβαλούσε πετσέτες, κουβαδάκια, σαμπρέλες... Βουτούσαμε εμείς, μα εκείνη ποτέ. Λίγο καμιά φορά τα πόδια της μόνο ίσα για να μας ξεπλύνει τα κουβαδάκια.
Τη λάτρευες τη θάλασσα. Όταν κολυμπούσες ήσουν η ίδια η θάλασσα, τα κύματα. Στις ηλιαχτίδες που πέφτουν στα μάτια μου και με τυφλώνουν θυμάμαι τα βρεγμένα μαλλιά σου και τα μάτια σου που έλαμπαν στον ήλιο και άλλαζαν χρώματα. Δεν είχαμε πάει πολλές φορές μαζί για μπάνιο, μα εκείνες τις λίγες τις θυμάμαι καλά. Έζησα όλα μου τα παιδικά καλοκαίρια δίπλα στη θάλασσα, μα εσύ με έκανες να λατρέψω το νερό, την ελευθερία της θάλασσας, την αέναη κίνηση, τη ροή, τη ζωή που συνεχίζεται.
Γυρίζω σπίτι. Κάνω μπάνιο, με ανοιχτό παράθυρο πια. Καλοκαίριασε. Κάθομαι τυλιγμένη με την πετσέτα και βάζω κρέμα στα χέρια μου. Κοιτάζω με προσήλωση τα χέρια μου, σαν μηχανικά κινούμενα, χωρίς τη δική μου οδηγία, αλείφουν το ένα το άλλο. Στέκομαι πια σε καθημερινές μυρωδιές, τις ρουφώ μέχρι να φτάσουν στο στομάχι, στην καρδιά μου. Η κρέμα μου μυρίζει ελιά, θυμάμαι τη γιαγιά μου να μαζεύει τις ελιές στο χωριό μήνα Οκτώβρη κι εγώ να παίζω στο χωράφι σαν μικρό ζιζάνιο.
Χθες συλλογίστηκα τις τελευταίες μας στιγμές. Η τελευταία φορά που άγγιξες τα χέρια μου... Βρεθήκαμε σε μία παραλία κοντά στο Σούνιο. Καθίσαμε στα βότσαλα δίπλα δίπλα χωρίς να ακουμπάμε ο ένας τον άλλον. Φορούσες σκούρο τζιν και ένα γκρι t-shirt. Εγώ μία γκρι φόρμα και ένα λευκό μπλουζάκι. Αρχές Οκτώβρη, η παραλία ήταν άδεια, μα ο καιρός πρόδιδε ένα κρυμμένο καλοκαίρι. Άπλωσα να πιάσω ένα βότσαλο και είδες το χέρι μου. Είδες το κάψιμο στον αριστερό μου καρπό. Πήρες το χέρι μου στα χέρια σου, το χάιδεψες τόσο τρυφερά σαν να μην είχες ξανά αγγίξει το δέρμα μου. Η στιγμή μας τέλειωσε. Χωριστήκαμε λίγο αργότερα.
Οι δικοί μου άνθρωποι αναρωτιούνται γιατί λατρεύω τόσα τα πρωινά. Πώς ξυπνάω τόσο νωρίς χωρίς ξυπνητήρι, με τι κουράγιο τρέχω στις 7 χωρίς πρωινό, χωρίς καφέ... Μ' έχουν προδώσει πολλές νύχτες, έτσι έμαθα να αγαπώ τα πρωινά.
Περπατήσαμε για λίγα μέτρα παρέα. Μού είπες ότι άργησες και σε περιμένουν. Πήρες τον κεντρικό δρόμο όλο ευθεία, εγώ έφυγα μέσα από τα στενά. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που περπατήσαμε πλάι-πλάι.
Λυπήθημα, περισσότερο, γιατί όσο κι αν προσπάθησα δεν μπόρεσα ποτέ να θυμηθώ το τελευταίο μας φιλί. Πού ήμασταν, πόσο κράτησε, τι γεύση είχαν τα χείλη σου. Θυμήθηκα όμως το πρώτο. Ήταν λες και ξέραμε πως δε θα ζήσουμε πολύ μαζί.
Απέφευγα πολύ το τρέξιμο. Κάθε φορά που σκεφτόμουν να ξεκινήσω ερχόταν στο μυαλό μου εκείνο το βράδυ που τσακωθήκαμε, έβαλες τα αθλητικά σου, άνοιξες την πόρτα κι έφυγες. Γύρισες 2 ώρες μετά μούσκεμα, ιδρωμένος. Εγώ κοιμόμουν στον καναπέ. Πάντα σου άρεσε να τρέχεις· τα καλοκαίρια δίπλα στη θάλασσα, στο πάρκο πριν πας στη δουλειά, στο τέλος κι από 'μένα.
Τρέχω δίπλα στο πάρκο. Κάποιες φορές μάλιστα παίρνω μαζί και τη Σάββυ. Το απολαμβάνουμε και οι δύο. Στο μυαλό μου έρχεται πάντα η θάλασσα, κάθε πρωί, σε κάθε διαδρομή. Δεν είναι μεγάλη η διαδρομή εκεί στο πάρκο, πέριπου 2.5 χιλιόμετρα πήγαινε-έλα. Ο ήλιος δεν έχει ξεπεράσει ακόμη τα δέντρα, και μόνο κλεφτές ηλιαχτίδες με χτυπούν στο πρόσωπο όσο τρέχω. Στέκομαι πια σε καθημερινούς ήχους. Αν και τρέχω πάντα με ακουστικά, τις τελευταίες μέρες τα κρεμώ στον σβέρκο γιατί τα πουλιά τραγουδούν τόσο όμορφα το πρωί, και το αεράκι που παίζει με τα φύλλα με δελεάζει να το ακούσω. Θυμάμαι το καλοκαίρι στο χωριό. Η γιαγιά μου, μάς πήγαινε για μπάνιο, κουβαλούσε πετσέτες, κουβαδάκια, σαμπρέλες... Βουτούσαμε εμείς, μα εκείνη ποτέ. Λίγο καμιά φορά τα πόδια της μόνο ίσα για να μας ξεπλύνει τα κουβαδάκια.
Τη λάτρευες τη θάλασσα. Όταν κολυμπούσες ήσουν η ίδια η θάλασσα, τα κύματα. Στις ηλιαχτίδες που πέφτουν στα μάτια μου και με τυφλώνουν θυμάμαι τα βρεγμένα μαλλιά σου και τα μάτια σου που έλαμπαν στον ήλιο και άλλαζαν χρώματα. Δεν είχαμε πάει πολλές φορές μαζί για μπάνιο, μα εκείνες τις λίγες τις θυμάμαι καλά. Έζησα όλα μου τα παιδικά καλοκαίρια δίπλα στη θάλασσα, μα εσύ με έκανες να λατρέψω το νερό, την ελευθερία της θάλασσας, την αέναη κίνηση, τη ροή, τη ζωή που συνεχίζεται.
Γυρίζω σπίτι. Κάνω μπάνιο, με ανοιχτό παράθυρο πια. Καλοκαίριασε. Κάθομαι τυλιγμένη με την πετσέτα και βάζω κρέμα στα χέρια μου. Κοιτάζω με προσήλωση τα χέρια μου, σαν μηχανικά κινούμενα, χωρίς τη δική μου οδηγία, αλείφουν το ένα το άλλο. Στέκομαι πια σε καθημερινές μυρωδιές, τις ρουφώ μέχρι να φτάσουν στο στομάχι, στην καρδιά μου. Η κρέμα μου μυρίζει ελιά, θυμάμαι τη γιαγιά μου να μαζεύει τις ελιές στο χωριό μήνα Οκτώβρη κι εγώ να παίζω στο χωράφι σαν μικρό ζιζάνιο.
Χθες συλλογίστηκα τις τελευταίες μας στιγμές. Η τελευταία φορά που άγγιξες τα χέρια μου... Βρεθήκαμε σε μία παραλία κοντά στο Σούνιο. Καθίσαμε στα βότσαλα δίπλα δίπλα χωρίς να ακουμπάμε ο ένας τον άλλον. Φορούσες σκούρο τζιν και ένα γκρι t-shirt. Εγώ μία γκρι φόρμα και ένα λευκό μπλουζάκι. Αρχές Οκτώβρη, η παραλία ήταν άδεια, μα ο καιρός πρόδιδε ένα κρυμμένο καλοκαίρι. Άπλωσα να πιάσω ένα βότσαλο και είδες το χέρι μου. Είδες το κάψιμο στον αριστερό μου καρπό. Πήρες το χέρι μου στα χέρια σου, το χάιδεψες τόσο τρυφερά σαν να μην είχες ξανά αγγίξει το δέρμα μου. Η στιγμή μας τέλειωσε. Χωριστήκαμε λίγο αργότερα.
Οι δικοί μου άνθρωποι αναρωτιούνται γιατί λατρεύω τόσα τα πρωινά. Πώς ξυπνάω τόσο νωρίς χωρίς ξυπνητήρι, με τι κουράγιο τρέχω στις 7 χωρίς πρωινό, χωρίς καφέ... Μ' έχουν προδώσει πολλές νύχτες, έτσι έμαθα να αγαπώ τα πρωινά.
Περπατήσαμε για λίγα μέτρα παρέα. Μού είπες ότι άργησες και σε περιμένουν. Πήρες τον κεντρικό δρόμο όλο ευθεία, εγώ έφυγα μέσα από τα στενά. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που περπατήσαμε πλάι-πλάι.
Λυπήθημα, περισσότερο, γιατί όσο κι αν προσπάθησα δεν μπόρεσα ποτέ να θυμηθώ το τελευταίο μας φιλί. Πού ήμασταν, πόσο κράτησε, τι γεύση είχαν τα χείλη σου. Θυμήθηκα όμως το πρώτο. Ήταν λες και ξέραμε πως δε θα ζήσουμε πολύ μαζί.