βρέχει γιασεμιά, κάρτες και χρυσάνθεμα
12:45:00 π.μ.Βρέχει. Και ξαφνικά. Βρέχει. Μετά από τόσο καιρό που όλοι περίμεναν βροχή, ένα βράδυ - πριν καν πετύχουμε τυχαία τα συμμετρικά μηδενικ...
12:45:00 π.μ.
Βρέχει.
Και ξαφνικά. Βρέχει. Μετά από τόσο καιρό που όλοι περίμεναν βροχή, ένα βράδυ - πριν καν πετύχουμε τυχαία τα συμμετρικά μηδενικά στα ψηφιακά ρολόγια - οι τέντες μαρτύρησαν ότι ο ουρανός εκφράστηκε ελεύθερα επιτέλους. Ένα φαινομενικά ασήμαντο βράδυ, μιας φαινομενικά ασήμαντης εβδομάδας, σε μία φαινομενικά ασήμαντη στιγμή συνέβη κάτι φαινομενικά ασήμαντο. Μα δεν ήταν ασήμαντο το σήμερα. Ήταν πιο σημαντικό από το χθες αναμφίβολα. Σίγουρα ήταν, αν έβλεπε κανείς τα χαμόγελά μας θα το καταλάβαινε. Από όσα όνειρα έχω δει τους τελευταίους δύο μήνες ένα μου χαράκτηκε στο μυαλό.. εκείνο που μου θύμισε πόσο μα πόσο μου λείπει το χαμόγελό σου.
Μέσα σ' όλα τα θαύματα είχε γράψει ο Ελύτης "Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι". Ένα καλοκαίρι που ήταν πιο καλοκαίρι από όλα τα καλοκαίρια, γιατί ήταν κι άνοιξη μαζί. Μα η βροχή αυτή σήμερα δεν το σκότωσε, το αποδέσμευσε κι αυτό κι εμάς μαζί.. που τόσους μήνες φθινοπωρινούς κρεμόμαστε από ένα καλοκαίρι, ένα καλοκαίρι που ανθίσαμε σαν γιασεμιά.
Το γιασεμί.
Περπάτησα απόψε για το σπίτι. Ο ουρανός ήταν σκούρος και κάπως γκρι. Δεν ήμουν σίγουρη, ίσως έβρεχε πιο αργά το βράδυ. Ανέβαινα την μεγάλη ανηφόρα ανασαίνοντας εντελώς ρυθμικά λες και πλέον είχε ισορροπήσει το σώμα μου με την καρδιά και το μυαλό μου, και το καθένα είχε επιστρέψει στην θέση του. Στους πρώτους κάδους σκουπιδιών που συνάντησα είδα δύο κατά λευκές καρέκλες. Ήταν ψάθινες και η μία έγερνε πάνω στην άλλη. Ήταν η πιο ρομαντική σκηνή των τελευταίων μηνών. Σχεδόν βούρκωσαν τα μάτια μου. Μόνο σκέφτηκα, αφού πετάχτηκαν μαζί αν τις έβρισκε κάποιος να τις στόλιζε κάπως έτσι. Την μία να ακουμπάει στην άλλη. Έστω κάπως.. Έστω λιγάκι.
Στους επόμενους κάδους η ατμόσφαιρα δεν μύριζε σκουπίδια. Εξασκώ τον εαυτό μου στο να κοιτάζει ευθεία περπατώντας, έτσι σταμάτησα. Κοίταξα κάτω και είδα γιασεμιά γύρω απ' τα πόδια μου. Ολόκληρο κλαδί ήταν πεταμένο στο πλάι. Τα λουλουδάκια ήταν ακόμα λευκά, μαδημένα και απάτητα. Έκλεισα τα μάτια μου για δευτερόλεπτα και έφερα στο μυαλό μου τον παππού μου, που γυρνώντας από την αγορά πάντοτε μας έφερνε ένα κλωναράκι γιασεμί. Το έβαζε στο γυάλινο ποτήρι με τις γωνίες και τα σκαλιστά λουλούδια και το γιασεμί μας κοιτούσε από 'κεί για ώρες, ήσυχο μέσα στο αλουμινόχαρτο που τύλιγε ελαφρά το κλωνάρι του. Μας κοιτούσε μέχρι που του ρουφούσαμε όλο το άρωμα και την ομορφιά και δεν είχε άλλο πια να δώσει και μαραινόταν. Όταν δεν έχεις πια άλλο να δώσεις, μαραζώνεις, μαραίνεσαι.. σαν γιασεμί. Δίπλα του ήταν ένα τραπουλόχαρτο με τον αριθμό τέσσερα. Γέλασα ελαφρά.
Οι κάρτες.
Είδα σήμερα δύο παιδιά στο περίπτερο να αγοράζουν φακελάκια με κάρτες για παιχνίδι. Θυμήθηκα τότε που αγοράζαμε διάφορες κάρτες για τις συλλογές μας και παίζαμε. Όλη η μαγεία του παιχνιδιού βρισκόταν στην ανταλλαγή. Ό,τι είχες διπλό ή τριπλό το αντάλλασσες με τον άλλον που είχε κάτι άλλο διπλό ή τριπλό, που εσύ δεν είχες. Και έτσι έπαιρνες κάτι που σου έλειπε και έδινες κάτι που είχες εσύ και έλειπε στον άλλον. Τα παιδιά στο περίπτερο ήταν πολύ χαρούμενα. Δεν ήξεραν τι θα τους τύχαινε στο επόμενο φακελάκι, ήξεραν όμως ότι όπως και να 'χει μπορούσαν να ανταλλάξουν κάρτες. Λοιπόν που λες, ναι.. Όταν δίνεις κάτι που δεν έχεις, δεν δίνεις τίποτα. Προσπαθείς απλώς. Επί ματαίω. Όταν παίρνεις κάτι που δεν έχεις, είναι σαν να παίρνεις τα πάντα. Ακόμα κι αν αυτό που σου δίνουν είναι ένα μονάχα.
Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι, μάλλον. Μα σήμερα η μαμά έφερε στο σπίτι Χρυσάνθεμα. Και καθώς μπήκα στο σαλόνι ήμουν σίγουρη πως όσο πιο κοντά κι αν έρχεται ο χειμώνας, ένα καλοκαίρι μέσα μας θα μένει ζωντανό. Πιο κοντά. Πιο κοντά. Μουσκεμένα χιλιόμετρα μαζεύονται γύρω τους. Μέσα στις τσέπες του παλιού παντελονιού τους, έχουν μικρά τζάκια.. που έλεγε κι ο Ρίτσος.
κι αν για ένα πράγμα βρέχει ο ουρανός, είναι που δεν μας βρήκε ούτε ένα φθινόπωρο μαζί.