κύματα ομορφιάς κι ασχήμιας
12:43:00 π.μ.Αγάπη μου ξεχάστηκα.. Δεν ήταν η ειρωνεία στην προσφώνηση, ήταν πιο πολύ στο ρήμα. Και θα με τράνταζε ολόκληρη αν το άκουγα και γνώριζα. Μ...
12:43:00 π.μ.
Αγάπη μου ξεχάστηκα..
Δεν ήταν η ειρωνεία στην προσφώνηση, ήταν πιο πολύ στο ρήμα. Και θα με τράνταζε ολόκληρη αν το άκουγα και γνώριζα. Μα δεν γνωρίζει. Μα δεν ξεχάστηκα. Και πόσα θυμήθηκα Θεε μου! Δεν ξέρω κατά πόσο είναι "νόστος" να αναπολείς και να δακρύζεις για τις στιγμές που έζησες αν δεν μπορείς να ξεχωρίσεις την ομορφιά απ'την ασχήμια. Ο Ουμπέρτο Έκο αφιέρωσε δύο ολόκληρους τόμους σ'αυτήν την σύγκριση, κι εγώ ακόμη δεν μπορώ να πω με μία λέξη αν αυτό που είχαμε ήταν όμορφο ή άσχημο. Μα το πιο σκληρό απ' όλα είναι το ερωτηματικό που βγαίνει στην φωνή μέσα στο κεφάλι μου μετά το ρήμα "έχω".
Πάει καιρός.
Πάει ένας χρόνος ακριβώς. Και λέω, λοιπόν, στον εαυτό μου για φαντάσου, αν γυρνούσες ακριβώς σ'αυτήν την μέρα πέρσι πόσες στιγμές θα ήθελες να είχες ξαναζήσει μέχρι σήμερα; Σκέφτομαι. Βάζω μέσα έναν Άυγουστο, τρεις μέρες του Φλεβάρη.. και σωπαίνω. Μια σιωπή που με παγώνει, και σου ορκίζομαι, το αίμα μου σταμάτησε να κυλά για τα δευτερόλεπτα αυτά. Το δέρμα μου αντιδρά ενστικτωδώς. 34 μέρες για έναν ολόκληρο χρόνο, μάτια μου, είναι ζημία. Μεγάλη. Σκέψου πόση η απόσταση από τις 365. Μεγάλη. "Κάποιες φορές", μου είπε η Ε. "ζούμε κάτι και πιστεύουμε ότι αυτό είναι.. αλλά δεν είναι αυτό, γιατί τελικά Αυτό, είναι κάτι άλλο.. κάτι διαφορετικό". Και το βλέπεις το διαφορετικό όταν σταματήσεις να παλεύεις με τα κύματα του άλλου. Έτσι μόνο, αν ηρεμήσεις και ξαπλώσεις ανάσκελα ανασαίνοντας ρυθμικά και με κλειστά τα μάτια, τον γλυτώνεις τον πνιγμό. Έναν πνιγμό που δεν πιστεύεις και ο ίδιος ότι συμβαίνει. Και ενώ βλέπεις τις φυσαλίδες να ταξιδεύουν από το στόμα σου προς την επιφάνεια, το φως του ήλιου δημιουργεί μικρά διαμάντια πάνω εκεί.. Ένα "εκεί" που όσο πας και βλέπεις πιο θολά. Και αν ο πάτος σε τραβάει, τι θα πει; Θάλασσα έγινες και μ' έπνιξες. Αυτό θα πει.
Δεν ήταν η ειρωνεία στην προσφώνηση, ήταν πιο πολύ στο ρήμα. Και θα με τράνταζε ολόκληρη αν το άκουγα και γνώριζα. Μα δεν γνωρίζει. Μα δεν ξεχάστηκα. Και πόσα θυμήθηκα Θεε μου! Δεν ξέρω κατά πόσο είναι "νόστος" να αναπολείς και να δακρύζεις για τις στιγμές που έζησες αν δεν μπορείς να ξεχωρίσεις την ομορφιά απ'την ασχήμια. Ο Ουμπέρτο Έκο αφιέρωσε δύο ολόκληρους τόμους σ'αυτήν την σύγκριση, κι εγώ ακόμη δεν μπορώ να πω με μία λέξη αν αυτό που είχαμε ήταν όμορφο ή άσχημο. Μα το πιο σκληρό απ' όλα είναι το ερωτηματικό που βγαίνει στην φωνή μέσα στο κεφάλι μου μετά το ρήμα "έχω".
Πάει καιρός.
Πάει ένας χρόνος ακριβώς. Και λέω, λοιπόν, στον εαυτό μου για φαντάσου, αν γυρνούσες ακριβώς σ'αυτήν την μέρα πέρσι πόσες στιγμές θα ήθελες να είχες ξαναζήσει μέχρι σήμερα; Σκέφτομαι. Βάζω μέσα έναν Άυγουστο, τρεις μέρες του Φλεβάρη.. και σωπαίνω. Μια σιωπή που με παγώνει, και σου ορκίζομαι, το αίμα μου σταμάτησε να κυλά για τα δευτερόλεπτα αυτά. Το δέρμα μου αντιδρά ενστικτωδώς. 34 μέρες για έναν ολόκληρο χρόνο, μάτια μου, είναι ζημία. Μεγάλη. Σκέψου πόση η απόσταση από τις 365. Μεγάλη. "Κάποιες φορές", μου είπε η Ε. "ζούμε κάτι και πιστεύουμε ότι αυτό είναι.. αλλά δεν είναι αυτό, γιατί τελικά Αυτό, είναι κάτι άλλο.. κάτι διαφορετικό". Και το βλέπεις το διαφορετικό όταν σταματήσεις να παλεύεις με τα κύματα του άλλου. Έτσι μόνο, αν ηρεμήσεις και ξαπλώσεις ανάσκελα ανασαίνοντας ρυθμικά και με κλειστά τα μάτια, τον γλυτώνεις τον πνιγμό. Έναν πνιγμό που δεν πιστεύεις και ο ίδιος ότι συμβαίνει. Και ενώ βλέπεις τις φυσαλίδες να ταξιδεύουν από το στόμα σου προς την επιφάνεια, το φως του ήλιου δημιουργεί μικρά διαμάντια πάνω εκεί.. Ένα "εκεί" που όσο πας και βλέπεις πιο θολά. Και αν ο πάτος σε τραβάει, τι θα πει; Θάλασσα έγινες και μ' έπνιξες. Αυτό θα πει.
Όταν σταματάει ο χρόνος.
Ο Άλμπερτ Αϊνστάιν ήταν εκείνος που συσχέτισε για πρώτη φορά τον "χώρο" και τον "χρόνο" με την "αγάπη". Όρισε συγκεκριμένα τον "χώρο" σαν "αγάπη". Έριξε στο τραπέζι και τους όρους του "μη χρόνου" και του "μη χώρου". Σχετικά με την ταχύτητα του φωτός όλα αυτά.. Έτσι που τρέχει το φως κάνει τον χρόνο να μένει στατικός. Τόσο πολύ τεντώνεται που σταματά. Ο χρόνος δεν σταματάει ποτέ. Εκτός αν αφοπλίζεσαι. Τι μπορεί να μας αφοπλίσει; Λένε ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο αφοπλιστικό από το χαμόγελο του ανθρώπου που έχεις ερωτευτεί. Τίποτα πιο αφοπλιστικό επίσης από το χαμόγελο ενός ερωτευμένου. Σκέφτηκα το χαμόγελό σου. Προσπάθησα, να δεν μπόρεσα να το ολοκληρώσω στο κεφάλι μου. Σκέφτηκα και το δικό μου, που δεν μιλά πια για σένα. Με έκανε η σκέψη αυτή να αναρωτιέμαι..
Πόσο καλά σε θυμάμαι.
Σε θυμάμαι;
[ Και αναρωτιέμαι από αυτό το ναυάγιο.. εσύ πώς σώθηκες;
Για μένα μην ανησυχείς, η σωτηρία έφτασε. ]