Το ημερολόγιο μιας παλιμπαιδούλας. Γύρος 6ος
2:16:00 μ.μ.Όποτε ερχόταν Καθαρά Δευτέρα είχα το άγχος της ερώτησης "Τί θα κάνεις το τριήμερο;" . Για την ακρίβεια είχα το άγχος της απάντησ...
2:16:00 μ.μ.
Όποτε ερχόταν Καθαρά Δευτέρα είχα το άγχος της ερώτησης "Τί θα κάνεις το τριήμερο;". Για την ακρίβεια είχα το άγχος της απάντησης. "Τίποτα ιδιαίτερο", ήταν η απάντηση σχεδόν πάντα. Όχι σχεδόν..πάντα. Το θέμα είναι ότι δεν θυμάμαι να με πείραζε και ποτέ. Σίγουρα μια εκδρομή θα ήταν το ιδανικό δεν αντιλέγω. Με ποιους θα 'θελα να την κάνω μην με ρωτήσεις θα κομπλάρω.
Σάββατο μίλησα μ'έναν φίλο μου. Θα έφευγαν μέχρι Δευτέρα βράδυ. "Εμένα γιατί δεν μου είπατε ρε;", μ'έπιασε το παράπονο. "Ναι ναι δεν σου είπαμε γιατί θα 'ρχόσουνα;" Δεν θα πήγαινα όχι. Ήθελα να έχω κάπου να πάω κι ας το αποκλείσω. Εντάξει, λοιπόν, οικογενειακά και φέτος. "Τί θα κάνεις εσύ τελικά τριήμερο;"-"Εδώ μωρέ, τίποτα ιδιαίτερο". Κάποια στιγμή να κάτσουμε να ορίσουμε την έννοια του ιδιαίτερου. Τα υποκειμενικά κριτήρια χορεύουν ανεξέλεγκτα μεν αλλά με μια δόση αντικειμενικότητας θα βγάλω άκρη πιστεύω.
Σάββατο μίλησα μ'έναν φίλο μου. Θα έφευγαν μέχρι Δευτέρα βράδυ. "Εμένα γιατί δεν μου είπατε ρε;", μ'έπιασε το παράπονο. "Ναι ναι δεν σου είπαμε γιατί θα 'ρχόσουνα;" Δεν θα πήγαινα όχι. Ήθελα να έχω κάπου να πάω κι ας το αποκλείσω. Εντάξει, λοιπόν, οικογενειακά και φέτος. "Τί θα κάνεις εσύ τελικά τριήμερο;"-"Εδώ μωρέ, τίποτα ιδιαίτερο". Κάποια στιγμή να κάτσουμε να ορίσουμε την έννοια του ιδιαίτερου. Τα υποκειμενικά κριτήρια χορεύουν ανεξέλεγκτα μεν αλλά με μια δόση αντικειμενικότητας θα βγάλω άκρη πιστεύω.
Ήρθε η Δευτέρα. Χθες, Κυριακή, ένας απ'τους πιο απολαυστικούς καφέδες ξεκίνησε στις 7 και μία απ'τις πιο όμορφες εξόδους στις 11 και κάτι. Είχε πάρτυ στο μαγαζί που πάμε.
- Και οι δυο απεχθάνονται τις απόκριες κι όμως μετά από μήνες απουσίας έδωσαν ραντεβού σε αποκριάτικο πάρτυ-
Μόνο εκεί γύρω στις 12:30 έπεσε ο διάλογος "Ρε φίλε γιατί είπαμε να 'ρθουμε;"-"Ρε δεν ξέρω κι εγώ το αναρωτήθηκα". Μάσκες, χρώματα, ποτά, κόσμος, διαφορετικός από μας, και τραγούδια μιας τρέλας διαφορετικής απ'τη δικιά μας.. όλα μέσα απ'τη βιτρίνα βέβαια. Στο πεζούλι έξω απ'το μαγαζί γύρω στις 2 ώρες κάτσαμε.
-ζαλίζομαι μέσα δεν μπορώ-τόσος κόσμος, με πιάνει η αγοραφοβία μου-γιατί ήρθαμε είπαμε;-
Την αγαπώ την σχέση που έχω μ'αυτήν την κοπέλα. Είναι "άλλη". Από παιχνίδια στο κινητό ξεκινήσαμε, βρίσαμε και λίγο -εγώ ίσως λίγο περισσότερο- και στο ενδιάμεσο γελάγαμε και αλλάζαμε μπουφάν γιατί πάντα κάποια θα κρυώνει περισσότερο και η άλλη θα φοράει το πιο ζεστό μπουφάν. "Τί πάρτυ θεε μου! Μακάρι στο τέλος στις 12 να βγει η τούρτα."
Ξύπνησα με την φωνή της γιαγιάς μου να αντηχεί απ'την κουζίνα. Καθαρά Δευτέρα. "Τίποτα ιδιαίτερο μωρέ, οικογενειακά". Τουλάχιστον ξέρω ότι μία μέρα τον χρόνο θα κάνω σχέδια που ποτέ δεν με προδίδουν. Πήγα μέσα σχεδόν ξύπνια για τις χαιρετούρες. Το σπίτι μυρίζει καλαμαράκια, ταραμά, λίγο χαλβά και λαγάνα, σπιτικά και έτοιμα, αγκαλιές κακό, τίποτα ιδιαίτερο, στο τραπέζι τέσσερα άτομα και ένα θα είμαστε σήμερα. Και είναι ό,τι πιο ιδιαίτερο κάνω μέσα στον χρόνο. Γιατί είμαστε Εμείς. Έτσι απλά. Και δεν το χρησιμοποιείς το "έτσι απλά" πλέον εύκολα πίστεψέ με. Και έτσι όπως τα λέμε με καφέ θυμάμαι πρόπερσι που στην Θεσσαλονίκη είχαν φύγει όλοι και έφτιαξα τραπέζι μόνη μου, ήμουν σπίτι μου βέβαια. Βασικά ήμουν στο σπίτι του κυρίου Σπύρου που είχα νοικιάσει για τέσσερα χρόνια για 310 ευρώ στον πέμπτο κάπου ανατολικά μόνη μου. Δεν ήμουν σπίτι μου.
Δεν θυμάμαι πολλά από όταν ήμουνα παιδί. Έζησα τόσο ήρεμα παιδικά χρόνια που μπορώ και θυμάμαι μόνο μεμονωμένα πράγματα. Κάθε "σήμερα" θυμάμαι εκείνη την φορά στην εξοχή. Ανεβήκαμε στον Κίτσο, το κεραμιδί όπελ κόρσα, και κάπου πηγαίναμε. Δεν μ'ένοιαζε ιδιαίτερα, θα 'μουν 5; ίσως 4 και κάτι. Φτάσαμε εκεί όπου βλέπεις μόνο πράσινο και γαλάζιο να ενώνονται και κάτω μαργαρίτες, σε μεγάλη άπλα και μακριά τα σπίτια, πολύ μακριά όμως. Θυμάμαι που χαμογελάγαμε μέχρι τα αυτιά! Και οι τέσσερις. Θυμάμαι στο επόμενο καρέ να κρατάμε τις τέσσερις άκρες του τραπεζομάντιλου. Το στρώσαμε κάτω από ένα δέντρο. Αυτή η μανία του πατέρα μου με την σκιά.. και ξέρει πόσο λατρεύω τον ήλιο, αλλά μπα. Και καθίσαμε θυμάμαι και ανοίξαμε ταπεράκια με διάφορα, τα κεφτεδάκια θυμάμαι και το ψωμί σε φέτες κομμένο κομματάκια μικρά όπως το 'κανε ο παππούς! Είχε κόψει και σαλάτα η μαμά, θα είχε κι άλλα αλλά δεν τα θυμάμαι. Φύσαγε θυμάμαι, δεν ξέρω, ο αετός πέταξε; Θυμάμαι να τρέχω και να πέφτω πάνω σ'εκείνα τα μικρά μπαλάκια με τ' αγκάθια. "Πω ρε πούστη!" αν ήξερα το "πούστη" τότε αυτό θα έλεγα. Δεν έκλαψα σίγουρα, τα βαριόμουν αυτά. Κατέβασα κάτι μούτρα όμως. Μετά με παίζανε να ηρεμήσω. Εντάξει ηρέμησα, ξανατρέχουμε; Η αδερφή μου ήταν ήσυχη πάντα. Παράπονο το είχα. Γιατί όλον τον σαματά εγώ; "Σπρώξε σπρώξε μπας και κάνουμε επανάσταση στο σπίτι", έτσι σκεφτόμουν πάντα το θυμάμαι αυτό τώρα που μπορώ να το κάνω λέξεις.
-Ρε μπαμπά, θυμάμαι κάποια Καθαρά Δευτέρα που είχαμε πάει κάπου εξοχή και είχαμε στρώσει κάτω από ένα δέντρο, ψηλά ήτανε λίγο. Α! και είχαμε φτιάξει και κεφτεδάκια και πετάξαμε και αετό νομίζω!
-Α ναι θυμάμαι.. Ήταν τότε που είχαμε ξεκινήσει για το Καραούλι και μας έβγαλε ο δρόμος στα Δερβενοχώρια. Ε, και απλώσαμε εκεί τελικά.
-Μπράβο μπράβο αυτό! Είναι η μόνη Καθαρά Δευτέρα που θυμάμαι..
-Ρε χαζό αυτό ήταν Πρωτομαγιά! Αφού είχε πρασινάδα κάτω..
-Κι ο αετός;
-Δεν είχαμε... Καλά κράτα το σαν Καθαρά Δευτέρα αν θες, απλώς να μη λες για τα κεφτεδάκια μη γίνουμε ρεζίλι.
-Σ'αγαπώ.
-Άντε έλα να φάμε.
00:00
-Χρόνια Πολλά ρε!-Χρόνια Πολλά άντε καλά να 'μαστε και του χρόνου σπίτια μας!
Έτσι είμαστε εμείς όταν είμαστε μαζί, φτιάχνουμε μια δική μας πραγματικότητα κάθε φορά. Χθες κάτι θα γιορτάζαμε, το συμφωνήσαμε σιωπηρά εκεί γύρω στις 12 παρά κάτι. Συμφωνήσαμε κι ένα ταξίδι μου στην Κρήτη. Με ημερομηνίες και τέτοια, κανονικό δηλαδή, ένα θα-γινει-συντομα ταξίδι. Έφτασε 1:47 για να μπούμε μέσα, στην γωνία ακριβώς που ήθελα. Έτσι ένα ποτό μωρέ και φεύγουμε. Φύγαμε. Ξύπνησα με την φωνή της γιαγιάς μου να αντηχεί απ'την κουζίνα. Καθαρά Δευτέρα. "Τίποτα ιδιαίτερο μωρέ, οικογενειακά". Τουλάχιστον ξέρω ότι μία μέρα τον χρόνο θα κάνω σχέδια που ποτέ δεν με προδίδουν. Πήγα μέσα σχεδόν ξύπνια για τις χαιρετούρες. Το σπίτι μυρίζει καλαμαράκια, ταραμά, λίγο χαλβά και λαγάνα, σπιτικά και έτοιμα, αγκαλιές κακό, τίποτα ιδιαίτερο, στο τραπέζι τέσσερα άτομα και ένα θα είμαστε σήμερα. Και είναι ό,τι πιο ιδιαίτερο κάνω μέσα στον χρόνο. Γιατί είμαστε Εμείς. Έτσι απλά. Και δεν το χρησιμοποιείς το "έτσι απλά" πλέον εύκολα πίστεψέ με. Και έτσι όπως τα λέμε με καφέ θυμάμαι πρόπερσι που στην Θεσσαλονίκη είχαν φύγει όλοι και έφτιαξα τραπέζι μόνη μου, ήμουν σπίτι μου βέβαια. Βασικά ήμουν στο σπίτι του κυρίου Σπύρου που είχα νοικιάσει για τέσσερα χρόνια για 310 ευρώ στον πέμπτο κάπου ανατολικά μόνη μου. Δεν ήμουν σπίτι μου.
Δεν θυμάμαι πολλά από όταν ήμουνα παιδί. Έζησα τόσο ήρεμα παιδικά χρόνια που μπορώ και θυμάμαι μόνο μεμονωμένα πράγματα. Κάθε "σήμερα" θυμάμαι εκείνη την φορά στην εξοχή. Ανεβήκαμε στον Κίτσο, το κεραμιδί όπελ κόρσα, και κάπου πηγαίναμε. Δεν μ'ένοιαζε ιδιαίτερα, θα 'μουν 5; ίσως 4 και κάτι. Φτάσαμε εκεί όπου βλέπεις μόνο πράσινο και γαλάζιο να ενώνονται και κάτω μαργαρίτες, σε μεγάλη άπλα και μακριά τα σπίτια, πολύ μακριά όμως. Θυμάμαι που χαμογελάγαμε μέχρι τα αυτιά! Και οι τέσσερις. Θυμάμαι στο επόμενο καρέ να κρατάμε τις τέσσερις άκρες του τραπεζομάντιλου. Το στρώσαμε κάτω από ένα δέντρο. Αυτή η μανία του πατέρα μου με την σκιά.. και ξέρει πόσο λατρεύω τον ήλιο, αλλά μπα. Και καθίσαμε θυμάμαι και ανοίξαμε ταπεράκια με διάφορα, τα κεφτεδάκια θυμάμαι και το ψωμί σε φέτες κομμένο κομματάκια μικρά όπως το 'κανε ο παππούς! Είχε κόψει και σαλάτα η μαμά, θα είχε κι άλλα αλλά δεν τα θυμάμαι. Φύσαγε θυμάμαι, δεν ξέρω, ο αετός πέταξε; Θυμάμαι να τρέχω και να πέφτω πάνω σ'εκείνα τα μικρά μπαλάκια με τ' αγκάθια. "Πω ρε πούστη!" αν ήξερα το "πούστη" τότε αυτό θα έλεγα. Δεν έκλαψα σίγουρα, τα βαριόμουν αυτά. Κατέβασα κάτι μούτρα όμως. Μετά με παίζανε να ηρεμήσω. Εντάξει ηρέμησα, ξανατρέχουμε; Η αδερφή μου ήταν ήσυχη πάντα. Παράπονο το είχα. Γιατί όλον τον σαματά εγώ; "Σπρώξε σπρώξε μπας και κάνουμε επανάσταση στο σπίτι", έτσι σκεφτόμουν πάντα το θυμάμαι αυτό τώρα που μπορώ να το κάνω λέξεις.
-Ρε μπαμπά, θυμάμαι κάποια Καθαρά Δευτέρα που είχαμε πάει κάπου εξοχή και είχαμε στρώσει κάτω από ένα δέντρο, ψηλά ήτανε λίγο. Α! και είχαμε φτιάξει και κεφτεδάκια και πετάξαμε και αετό νομίζω!
-Α ναι θυμάμαι.. Ήταν τότε που είχαμε ξεκινήσει για το Καραούλι και μας έβγαλε ο δρόμος στα Δερβενοχώρια. Ε, και απλώσαμε εκεί τελικά.
-Μπράβο μπράβο αυτό! Είναι η μόνη Καθαρά Δευτέρα που θυμάμαι..
-Ρε χαζό αυτό ήταν Πρωτομαγιά! Αφού είχε πρασινάδα κάτω..
-Κι ο αετός;
-Δεν είχαμε... Καλά κράτα το σαν Καθαρά Δευτέρα αν θες, απλώς να μη λες για τα κεφτεδάκια μη γίνουμε ρεζίλι.
-Σ'αγαπώ.
-Άντε έλα να φάμε.
*Προσδιορίζοντας το ιδιαίτερο: τα κριτήρια είναι μόνο υποκειμενικά.
Ό,τι κάνεις μπορεί να είναι ιδιαίτερο. Το να μπορείς να κάνεις το "οικογενειακά"
πραγματικότητα δεν είναι απλώς ιδιαίτερο, είναι προνόμιο, είναι και λίγο μαγεία.
Την οικογένεια την προσδιορίζεις μόνος σου. Κι αν
μπορείς να ζήσεις το "οικογενειακά" εκεί που γεννήθηκες, μην μιλάς
καθόλου, μόνο χαμογέλα. Τώρα μου βάλανε ένα 45αρι και παίζει αυτό..
-Για σένα λέει αυτό. Πρέπει να στο τραγουδάνε.
-Ναι βέβαια. Άσε μας κι εσύ ρε γιαγιά ούτε καν..
-Αμ, δεν ειναι μάγκες αυτοί κορίτσι μου.
-Για σένα λέει αυτό. Πρέπει να στο τραγουδάνε.
-Ναι βέβαια. Άσε μας κι εσύ ρε γιαγιά ούτε καν..
-Αμ, δεν ειναι μάγκες αυτοί κορίτσι μου.